Δύο σημαντικές αποφάσεις που αφορούν και στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο εξέδωσε εχθές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η πρώτη απόφαση αφορά την υπόθεση C-51/17, και το Ευρωπαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μη σαφούς συμβατικής ρήτρας βάσει της οποίας ο δανειολήπτης φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και η οποία δεν απηχεί νομοθετικές διατάξεις μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.
Ιστορικό:
Τον Φεβρουάριο 2008, η Teréz Ilyés και ο Emil Kiss συνήψαν με ουγγρική τράπεζα πιστωτική σύμβαση για τη χορήγηση δανείου συνομολογηθέντος σε ελβετικά φράγκα (CHF). Η σύμβαση προέβλεπε ότι οι μηνιαίες δόσεις έπρεπε να καταβάλλονται σε ουγγρικά φιορίνια (HUF), ενώ το ποσό αυτών των μηνιαίων δόσεων υπολογιζόταν με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ουγγρικού φιορινιού και του ελβετικού φράγκου. Επιπλέον, η σύμβαση μνημονεύει τον συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση πιθανών διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ των δύο αυτών νομισμάτων.
Στη συνέχεια, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταβλήθηκε σημαντικά, σε βάρος των δανειοληπτών, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό το ποσό των μηνιαίων δόσεών τους. Τον Μάιο 2013, η Teréz Ilyés και ο Emil Kiss προσέφυγαν στην ουγγρική δικαιοσύνη κατά των OTP Bank και OTP Factoring, δύο εταιριών στις οποίες είχαν εκχωρηθεί οι απαιτήσεις από τη σύμβαση δανείου. Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής, τέθηκε το ζήτημα του κατά πόσον η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου είχε συνταχθεί από την τράπεζα κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και αν, σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική υπό την έννοια της οδηγίας περί καταχρηστικών ρητρών1.
Στο μεταξύ, το 2014, η Ουγγαρία θέσπισε ρύθμιση σχετικά με την απαλοιφή ορισμένων καταχρηστικών ρητρών από τις συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα, τη μετατροπή σε HUF όλων των οφειλών που απορρέουν από τις συμβάσεις αυτές και την εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που καθορίζει η εθνική τράπεζα της Ουγγαρίας. Σκοπός της ρύθμισης αυτής ήταν, επίσης, και η εκτέλεση απόφασης του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία), το οποίο είχε κρίνει ότι ορισμένες ρήτρες σε συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα δεν ήταν σύμφωνες με την οδηγία2 (η απόφαση αυτή εκδόθηκε έπειτα από απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Kásler και Káslerné Rábai3). Παρά ταύτα, αυτή η νέα ρύθμιση δεν μετέβαλε το γεγονός ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι του ελβετικού φράγκου.
Δεδομένου ότι, σύμφωνα με την οδηγία, οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, το Fővárosi Ítélőtábla (εφετείο Βουδαπέστης, Ουγγαρία), το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης των Teréz Ilyés και Emil Kiss, ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν μπορεί να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας, εφόσον αυτή δεν έχει συνταχθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, παρότι ο Ούγγρος νομοθέτης, μην επεμβαίνοντας επί του ζητήματος αυτού, δέχθηκε ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος εξακολουθεί να βαρύνει τον καταναλωτή σε περίπτωση υποτίμησης του ουγγρικού φιορινιού έναντι το οικείου ξένου νομίσματος.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανόνας που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δικαιολογείται επειδή, κατ’ αρχήν, εύλογα μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών στη σύμβαση. Παρά ταύτα, τούτο δεν σημαίνει ότι μια άλλη συμβατική ρήτρα η οποία δεν προβλέπεται από νομοθετικές διατάξεις, όπως εν προκειμένω η σχετική με τον συναλλαγματικό κίνδυνο, επίσης δεν εμπίπτει, στο σύνολό της, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής μπορεί, επομένως, να εξεταστεί από τον εθνικό δικαστή στον βαθμό που εκτιμά, κατόπιν κατά περίπτωση εξέτασης, ότι η ρήτρα δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο σαφή και κατανοητό4.
Συναφώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις.
Τούτο συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της.
Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.