Ενδοομιλικές συναλλαγές για την οικονομική χρήση 2014 – Τι αλλάζει στην φορολογική τους σημασία πλέον

Άρθρα
Ενδοομιλικές συναλλαγές για την οικονομική χρήση 2014

Κωνσταντίνος Ιωαν. Νιφορόπουλος: Ορκωτός ελεγκτής λογιστής – «ΩΡΙΩΝ Α.Ε.Ο.Ε.Λ».
Κωστής Ν. Ντρούκας, MSc : Οικονομολόγος – Σύμβουλος Επιχειρήσεων

Το εν λόγω άρθρο σκοπό έχει να παρουσιάσει τις σημαντικότερες πληροφορίες σχετικά με την τεκμηρίωση των τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών των συνεδεμένων επιχειρήσεων για την οικονομική χρήση 2014. Παρατίθενται οι ενότητες που θα αναπτυχθούν.

Ενότητες

1. Ορισμός Συνδεδεμένων Προσώπων
2. Υπόχρεοι Τεκμηρίωσης Τιμών Ενδοομιλικών Συναλλαγών
3. Προθεσμίες Κατάρτισης Φακέλου Τεκμηρίωσης και Υποβολής Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών
4. Πρόστιμα – Κυρώσεις
5. Μέθοδοι Τεκμηρίωσης
1. Μέθοδος της «συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής» (“Comparable Uncontrolled Price – CUP”).
2. Μέθοδος της «τιμής μεταπώλησης μείον» (“Resale Price Minus” – RPM”)
3. Μέθοδος του «κόστους συν κέρδος» (“Cost plus method”)
5. Μέθοδος του «καθαρού κέρδους συναλλαγής» (“Transactional Net Margin Method – TNMM”)

6. Προέγκριση Μεθοδολογίας Ενδοομιλικής Τιμολόγησης

1. Ορισμός Συνδεδεμένων Προσώπων

Σύμφωνα με την περ. ζ του άρθρου 2 (Ορισμοί) του Ν.4172/2013, συνδεδεμένο πρόσωπο ονομάζεται κάθε πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο άλλου προσώπου, το οποίο είναι συγγενικό πρόσωπο ή με το οποίο συνδέεται. Ειδικότερα, τα ακόλουθα πρόσωπα θεωρούνται συνδεδεμένα πρόσωπα:  
   αα) κάθε πρόσωπο που κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια ή συμμετοχή στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου,

ββ) δύο ή περισσότερα πρόσωπα, εάν κάποιο πρόσωπο κατέχει άμεσα ή έμμεσα μετοχές, μερίδια δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής στο κεφάλαιο τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%), βάσει αξίας ή αριθμού, ή δικαιώματα σε κέρδη ή δικαιώματα ψήφου,

γγ) κάθε πρόσωπο με το οποίο υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης η ελέγχου η ασκεί καθοριστική επιρροή ή έχει τη δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής άλλου προσώπου ή σε περίπτωση που και τα δύο πρόσωπα έχουν σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής εξάρτησης ή ελέγχου ή δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής από τρίτο πρόσωπο.

2. Υπόχρεοι Τεκμηρίωσης Τιμών Ενδοομιλικών Συναλλαγών

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ. 21 του Ν. 4174/2013, όλα τα συνδεδεμένα πρόσωπα (κατά την περίπτωση ζ του ΚΦΕ (4172/2013)) που πραγματοποιούν μεταξύ τους συναλλαγές ή μεταφέρουν λειτουργίες, έχουν υποχρέωση τήρησης φακέλου τεκμηρίωσης. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και για τις μόνιμες εγκαταστάσεις αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, για τις παραπάνω συναλλαγές τους με το κεντρικό ή με τα συνδεδεμένα πρόσωπα του κεντρικού τους στην αλλοδαπή, καθώς και για τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες για τις παραπάνω συναλλαγές τους με μόνιμες εγκαταστάσεις που διατηρούν στην αλλοδαπή.

Πιο συγκεκριμένα, για την οικονομική χρήση 2014, τεκμηριώνονται συναλλαγές ή μεταφορά λειτουργιών που ανέρχονται πάνω από τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά φορολογικό έτος και αθροιστικώς, όταν ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ ανά φορολογικό έτος. Στην περίπτωση που ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου ξεπερνά τα πέντε (5) εκατομμύρια ευρώ, τότε το παραπάνω ποσό αυξάνεται στις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι μέχρι την δημοσίευση του παρόντος δεν έχει εκδοθεί από την αρμόδια υπηρεσία διευκρινιστική εγκύκλιος για το αν και για την χρήση 2014 (όπως για την χρήση 2013) θα ισχύει η απαλλαγή από την τεκμηρίωση των συναλλαγών που δεν ξεπερνούν τα 20.000 ευρώ ανά κατηγορία συναλλαγής (ΠΟΛ.1220/26.9.2013). Είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη απαλλαγή είναι κριτικής σημασίας για την κατάρτιση του φακέλου τεκμηρίωσης αφού σε περίπτωση που δεν οριστεί διαφορετικά τα υπόχρεα πρόσωπα θα πρέπει να τεκμηριώνουν ακόμα και τις πολύ μικρές συναλλαγές.

Παράδειγμα:

Έστω ότι η 2k A.E. έχει τις θυγατρικές 10-10 Α.Ε. και ΒΒ Α.Ε. και ισχύουν τα κάτωθι δεδομένα για τις μεταξύ τους συναλλαγές.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα ισχύει ότι:

1) Ο φάκελος τεκμηρίωσης είναι κοινός για όλες τις επιχειρήσεις και όλες οι συναλλαγές εκατέρωθεν τεκμηριώνονται.

2) Ο συναπτικός πίνακας αφορά στο κάθε ΑΦΜ ξεχωριστά (η κάθε εταιρεία δηλαδή καταρτίζει τον δικό της συνοπτικό πίνακα πληροφοριών).

Άρα,

α) η 2k καταρτίζει συνοπτικό πίνακα και αναφέρει τις συναλλαγές που αφορούν σε ποσά άνω των 200 χιλ. ευρώ (αφού ο κύκλος εργασιών της υπόχρεης εταιρείας είναι > 5 εκ. Ευρώ). Επομένως, στον συνοπτικό της πίνακα η εν λόγω εταιρεία περιλαμβάνει μόνο την τιμολόγηση της από την 10-10 (210 χιλ. ευρώ) κάθως και την τιμολόγηση της στην ΒΒ (250 χιλ. ευρώ).

β) η 10-10 καταρτίζει συνοπτικό πίνακα για το σύνολο των συναλλαγών με την 2k και την ΒΒ αφού η εταιρεία έχει κύκλο εργασιών < 5 εκ. ευρώ.

γ) επίσης η ΒΒ καταρτίζει συνοπτικό πίνακα για το σύνολο των συναλλαγών με την 2k και την 10-10 αφού και αυτή έχει κύκλο εργασιών < 5 εκ. ευρώ.

3. Προθεσμίες Κατάρτισης Φακέλου Τεκμηρίωσης και Υποβολής Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών

Στην παρ. 3 του άρθρου 21 του 4174/2013 αναφέρεται ότι ο φάκελος τεκμηρίωσης που αποτελείται κατά περίπτωση από το βασικό φάκελο τεκμηρίωσης και τον Ελληνικό φάκελο τεκμηρίωσης, καταρτίζεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους και συνοδεύεται από συνοπτικό πίνακα πληροφοριών, ο οποίος υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη φορολογική διοίκηση μέσα στην ίδια προθεσμία.

4. Πρόστιμα – Κυρώσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν. 4174/2013, τροποποιημένος από τον νόμο 4223/2013 ισχύει:

1. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής του Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Κώδικα επιβάλλεται πρόστιμο υπολογιζόμενο σε ποσοστό ένα χιλιοστό (1/1000) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων του υπόχρεου φορολογουμένου.

Το παραπάνω πρόστιμο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των χιλίων (1.000) ευρώ και μεγαλύτερο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Το πρόστιμο της παραγράφου αυτής επιβάλλεται και σε περίπτωση που ο Φάκελος Τεκμηρίωσης δεν τίθεται στη διάθεση της Φορολογικής Διοίκησης μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, ή υποβάλλεται με μη πλήρες ή μη επαρκές περιεχόμενο.

2. Σε περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς/ατελούς του Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών ή μη διάθεσης του Φακέλου Τεκμηρίωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα στη Φορολογική Διοίκηση επιβάλλεται πρόστιμο υπολογιζόμενο σε ποσοστό ένα εκατοστό (1/100) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε διόρθωσης κερδών, του υπόχρεου φορολογούμενου. Το παραπάνω πρόστιμο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και μεγαλύτερο των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

3. Σε περίπτωση υποτροπής εντός πέντε (5) ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο διπλάσιο του αρχικού προστίμου. Σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής εντός πέντε (5) ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο τετραπλάσιο του αρχικού προστίμου.

Ταυτόχρονα, με την ΔΕΛ Δ 1168423 ΕΞ 2014/19.12.2014 διευκρινίζεται ότι:
«Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής των παραπάνω, μετά την 01.01.2014, όταν αφορούν περιόδους μέχρι 31.12.2013, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ.19 του άρθρου 66 του ν.4174/2013 όπως ισχύουν. Εάν αφορούν διαχειριστικές περιόδους που λήγουν από 01.01.2014 και μετά ή φορολογικά έτη που αρχίζουν από 01.01.2014 και μετά για το επιβαλλόμενο πρόστιμο ισχύουν οι διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 4 του ν.2523/1997 (ΦΕΚ Α’ 179/11.9.97), όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 11 του ν.4110/2013 (ΦΕΚ Α’ 17/23.1.2013) και της παρ.1 του άρθρου 56 του ν.4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170/26.7.2013), αντιστοίχως.»

Πρακτικά δηλαδή, η συγκεκριμένη διευκρινιστική διαχωρίζει τις κυρώσεις της εκπρόθεσμης υποβολής του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών στις παρακάτω δύο περιόδους:

5. Μέθοδοι Τεκμηρίωσης

Σύμφωνα με τις οδηγίες του ΟΟΣΑ που εκδόθηκαν τον Ιούλιο του 2010, οι μέθοδοι διακρίνονται ανάλογα με τη λειτουργία που επιτελούν ως ακολούθως:

1. Μέθοδος της «συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής» (“Comparable Uncontrolled Price – CUP”).

Η μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής προϋποθέτει ότι, σε ιδανική περίπτωση, τα ίδια αγαθά ή υπηρεσίες παρέχονται σε μία ενδοομιλική συναλλαγή (μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων) σε τιμή ίδια με αυτή των αντίστοιχων αγαθών ή υπηρεσιών σε μία μη ενδοομιλική συναλλαγή (μεταξύ μη συνδεδεμένων επιχειρήσεων) στις ίδιες ή συγκρίσιμες συνθήκες.

Η μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής είναι γενικά μια πολύ αξιόπιστη μέτρηση των αποτελεσμάτων της αρχής των ίσων αποστάσεων, εφόσον οι συναλλαγές είναι όμοιες ή αν υπάρχουν ελάχιστες μόνο, εύκολα προσδιορίσιμες και ποσοτικοποιήσιμες διαφορές.

Η μέθοδος της συγκρίσιμης μη ελεγχόμενης τιμής απαιτεί υψηλό βαθμό συγκρισιμότητας των προϊόντων και των λειτουργιών.

Η συγκρισιμότητα μπορεί να επιτευχθεί με ένα λογικό αριθμό προσαρμογών, οι οποίες δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την συγκρίσιμη τιμή.

2. Μέθοδος της «τιμής μεταπώλησης μείον» (“Resale Price Minus” – RPM”)

Η μέθοδος της τιμής μεταπώλησης μείον, αξιολογεί εάν μία συναλλαγή μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων είναι συμβατή με την αρχή των ίσων αποστάσεων συγκρίνοντας το μικτό περιθώριο κέρδους που προκύπτει από παρόμοιες συναλλαγές μεταξύ μη συνδεδεμένων επιχειρήσεων.


Γενικά θεωρείται καταλληλότερη για την τεκμηρίωση συναλλαγών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε εμπορικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα στους διανομείς προϊόντων. Η μέθοδος αυτή ξεκινά με την τιμή στην οποία ένα αγαθό το οποίο έχει αγοραστεί από μία συνδεδεμένη επιχείρηση μεταπωλείται σε μία ανεξάρτητη επιχείρηση. Στη συνέχεια, η τιμή αυτή (δηλαδή η τιμή μεταπώλησης) μειώνεται κατά το κατάλληλο περιθώριο κέρδους (περιθώριο κέρδους μεταπώλησης), το οποίο αντιπροσωπεύει το ποσό με το οποίο ο μεταπωλητής προσδοκεί να καλύψει τα έξοδα πώλησης ή άλλα λειτουργικά έξοδα, ώστε από τη δραστηριότητα αυτή να προκύψει το κατάλληλο κέρδος. Το υπόλοιπο που προκύπτει μετά την αφαίρεση του περιθωρίου κέρδους και την αναμόρφωση άλλων εξόδων που σχετίζονται με την αγορά του αγαθού (π.χ. δασμοί), μπορεί να θεωρηθεί ως η συμβατή με την αρχή των ίσων αποστάσεων τιμή, για τη πώληση των συγκεκριμένων αγαθών μεταξύ των συνδεδεμένων μερών. Το περιθώριο κέρδους του μεταπωλητή από μία ενδοομιλική συναλλαγή μπορεί να προκύψει σε σχέση με το περιθώριο κέρδους το οποίο αποκτά ο μεταπωλητής από αγαθά τα οποία αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν στα πλαίσια μίας συγκρίσιμης ανεξάρτητης συναλλαγής.

Ο μαθηματικός τύπος/φόρμουλα για την μέθοδο αυτή είναι:
Arm’s Length Purchased Price = Resale price to non-related parties X (1-G.Margin of comparable uncontrolled transaction).

ΤΙΜΗ ΑΡΧΗΣ ΙΣΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ = ΤΙΜΗ ΜΕΤΑΠΩΛΗΣΗΣ x (1 – MK%)

Και σε αυτή την μέθοδο υπάρχει η δυνατότητα της εσωτερικής και εξωτερικής σύγκρισης.

3. Μέθοδος του «κόστους συν κέρδος» (“Cost plus method”)

Σύμφωνα με τη μέθοδο του κόστους συν κέρδος, το κόστος για την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών προσαυξάνεται, ώστε να αντικατοπτρίζει το κατάλληλο κέρδος σε σχέση με τις λειτουργίες που επιτελούνται, τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται και τους κινδύνους που αναλαμβάνονται από την επιχείρηση. Τα κόστη που προσδιορίζουν τη βάση αυτής της μεθόδου και η μέθοδος σύμφωνα με την οποία υπολογίζονται τα κόστη αυτά, πρέπει να αναλυθούν προσεκτικά τόσο για τις ενδοομιλικές όσο και για τις ανεξάρτητες συναλλαγές.

Όπως ισχύει και στη μέθοδο της τιμής μεταπώλησης μείον, έτσι και σε αυτή τη μέθοδο, η ανάλυση και η σύγκριση λειτουργιών μεταξύ των ενδοομιλικών και ανεξάρτητων συναλλαγών, έχει ενδεχομένως μεγαλύτερη σημασία από την ομοιότητα των προϊόντων ή των υπηρεσιών που διατίθενται. Ο δείκτης του συνολικού κόστους πλέον περιθωρίου κέρδους υπολογίζεται είτε με βάση συγκρίσιμες ανεξάρτητες συναλλαγές της ίδιας της εταιρείας είτε με βάση συγκρίσιμες (μη ενδοομιλικές) συναλλαγές μη συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

4. Μέθοδος του «επιμερισμού κέρδους» (“Profit Split”)

Η μέθοδος του επιμερισμού κέρδους, απαιτεί το συνολικό κέρδος (π.χ. από παραγωγή, διανομή και πώληση) που προκύπτει από συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων μερών να προσδιοριστεί και στη συνέχεια να επιμεριστεί μεταξύ των συνδεδεμένων επιχειρήσεων πάνω σε μία οικονομικά έγκυρη βάση. Έγκυρη βάση επιμερισμού είναι αυτή που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα ως προς τη διανομή του κέρδους μεταξύ των συνδεδεμένων εταιρειών όπως προκύπτει από μια σύμβαση που έχει καταρτιστεί με βάση την αρχή των ίσων αποστάσεων (π.χ. μεταξύ εταιρειών που συμμετέχουν σε joint-ventures, κοινοπραξίες).

5. Μέθοδος του «καθαρού κέρδους συναλλαγής» (“Transactional Net Margin Method – TNMM”)

Η TNMM είναι μια μέθοδος η οποία βασίζεται στο κέρδος και η οποία εξετάζει την αρχή των ίσων αποστάσεων μεταξύ συνδεδεμένων συναλλαγών, συγκρίνοντας τα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων μερών με τα οικονομικά αποτελέσματα τρίτων εταιρειών που ασχολούνται με παρόμοιες λειτουργίες και αναλαμβάνοντας παρόμοιους επιχειρηματικούς κινδύνους.

Σε αντίθεση με τις συναλλακτικές μεθόδους, η TNMM δεν απαιτεί εξαιρετικά λεπτομερή πληροφόρηση για την τιμή ή το μικτό περιθώριο κέρδους της συναλλαγής. Επιπλέον, τα πρότυπα της συγκρισιμότητας είναι λιγότερο αυστηρά βάσει της TNMM σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο που προτείνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ.

Η TNMM εξετάζει το καθαρό περιθώριο κέρδους σε σχέση με μια κατάλληλη βάση (π.χ., το κόστος, τις πωλήσεις, και περιουσιακά στοιχεία) που ένας φορολογούμενος πραγματοποιεί από μια ελεγχόμενη συναλλαγή (ή συναλλαγές που είναι σκόπιμο να ομαδοποιηθούν σύμφωνα με τις αρχές του κεφαλαίου Ι του 1995 των κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ). Λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο με την μέθοδο του κόστους συν κέρδος και της τιμής μεταπώλησης, αλλά εφαρμόζεται σε επίπεδο καθαρού περιθωρίου και όχι σε επίπεδο μικτού περιθωρίου.

Για την εφαρμογή των ως άνω μεθόδων, χρησιμοποιούνται συγκριτικά στοιχεία, τα οποία διακρίνονται σε:

α) εσωτερικά, τα οποία προκύπτουν από συγκρίσιμες συναλλαγές της κρινόμενης επιχείρησης με μια ανεξάρτητη επιχείρηση ή συγκρίσιμες συναλλαγές μιας συνδεδεμένης με την κρινόμενη επιχείρηση με μια ανεξάρτητη επιχείρηση και

β) εξωτερικά, τα οποία προκύπτουν από συγκρίσιμες συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων προς την κρινόμενη επιχείρηση.

Ως συγκρίσιμες συναλλαγές νοούνται αυτές οι οποίες ταυτίζονται ή παρουσιάζουν ομοιότητα ως προς το αντικείμενο και τα άλλα χαρακτηριστικά τους και των οποίων οι τυχόν διαφορές στους ειδικότερους όρους δεν μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά το συμφωνούμενο τίμημα ή η επίδραση των διαφορών αυτών μπορεί να εξαλειφθεί μέσω κατάλληλων προσαρμογών.

Παράγοντες που καθορίζουν και επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων είναι:

1. τα χαρακτηριστικά των αγαθών ή υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο των συναλλαγών, όπως:

– για τα ενσώματα αγαθά, τα φυσικά χαρακτηριστικά προϊόντος, η ποιότητα, η αξιοπιστία, η διαθεσιμότητα, ο όγκος πωλήσεων,

– για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, η μορφή της συναλλαγής (πώληση ή παραχώρηση χρήσης), το είδος του άυλου περιουσιακού στοιχείου, η διάρκεια και η έκταση της νομικής προστασίας, τα προσδοκώμενα οφέλη από τη χρήση αυτών,

– για τις υπηρεσίες, η φύση και η έκταση παρεχόμενων υπηρεσιών.

2. οι σημαντικές οικονομικές λειτουργίες, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και τα μέσα (κτίρια, εξοπλισμός, άυλα, κλπ) που χρησιμοποιούνται, τα οποία αποτελούν στοιχεία της λειτουργικής ανάλυσης (functional analysis) που περιλαμβάνεται στον φάκελο τεκμηρίωσης.

3. οι συμβατικοί όροι, δηλαδή ο καταμερισμός ευθυνών, κινδύνων και οφελών μεταξύ των συνδεδεμένων επιχειρήσεων (προθεσμίες, εγγυητικοί όροι σε συμβόλαια, κλπ).

4. οι οικονομικές συνθήκες των συγκρινόμενων μερών και των συναλλαγών τους, (γεωγραφική θέση, αγοραστική δύναμη, ανταγωνιστικότητα, μέγεθος αγοράς, κόστος παραγωγής, κόστος εργασίας, κλπ.).

5. ειδικές στρατηγικές που ασκούνται από την επιχείρηση (π.χ. προσπάθεια διείσδυσης σε αγορές, ανάπτυξη νέων και καινοτόμων προϊόντων, αύξηση μεριδίου αγοράς, κλπ.).

Για την άντληση συγκριτικών στοιχείων οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν και οποιαδήποτε τράπεζα πληροφοριών, με υποχρεωτική αναφορά στο φάκελο τεκμηρίωσης των στοιχείων αυτής (ονομασία, πάροχος, έκδοση, πλήθος στοιχείων κ.λπ.).

Σε περίπτωση που από την εφαρμογή της ακολουθούμενης μεθόδου ενδοομιλικής τιμολόγησης και τη χρήση συγκριτικών στοιχείων προκύπτει ένα εύρος τιμών ή κέρδους, απορρίπτεται το 25% των χαμηλότερων τιμών και το 25% των υψηλότερων, με τη χρήση τεταρτημόριων.

Ο προσδιορισμός των τεταρτημορίων γίνεται ως εξής:
Q1 = πρώτο τεταρτημόριο = 25ο εκατοστιαίο σημείο
Q2 = διάμεσος = 50ο εκατοστιαίο σημείο
Q3 = τρίτο τεταρτημόριο = 75ο εκατοστιαίο σημείο

Ως συμβατή με την αρχή της ελεύθερης αγοράς (Arm’s Length Principle), θεωρείται οποιαδήποτε τιμή μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τεταρτημόριου (25ου εκατοστιαίου σημείου έως και του 75ου εκατοστιαίου σημείου), με επαρκή αιτιολόγηση της επιλογής.

6. Προέγκριση Μεθοδολογίας Ενδοομιλικής Τιμολόγησης

Επειδή η προέγκριση μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης (APA – Advanced Pricing Agreement) αποτελεί ένα σημαντικό, ξεχωριστό κεφάλαιο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της τεκμηρίωσης των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων, θα ακολουθήσει στο επόμενο διάστημα αναλυτικό άρθρο για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την συγκεκριμένη διάταξη. Στο παρόν απλώς θα αναφερθούμε επιγραμματικά στα σημαντικότερα σημεία.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας προέγκρισης της μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, σημαντικές διευκρινίσεις δόθηκαν με την έκδοση της ΠΟΛ.1284/31.12.2013 καθώς επίσης και με την δημοσίευση των “Γενικών οδηγιών για την διαδικασία προέγκρισης μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης”.

Καταρχήν θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η διαδικασία προέγκρισης της μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης αφορά σε διασυνοριακές ενδοομιλικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι συναλλαγές μεταξύ ημεδαπών συνδεδεμένων προσώπων δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτό το πλαίσιο.

Οι Ελληνικές φορολογικές αρχές θέσπισαν τη διαδικασία APA προκειμένου να επιλύονται εκ των προτέρων οι διαφορές σχετικά με την ενδοομιλική τιμολόγηση που προκύπτουν μεταξύ επιχειρήσεων και φορολογικών αρχών των διαφόρων κρατών, και να αποφευχθεί η διπλή φορολογία.

Ο όρος APA σχετίζεται με την συμφωνία ενός ή περισσότερων φορολογουμένων και μίας ή περισσοτέρων φορολογικών διοικήσεων. Προσδιορίζει, πριν πραγματοποιηθούν οι συναλλαγές που διενεργούνται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων σε διαφορετικές χώρες, μια μέθοδο καθορισμού της ενδοομιλικής τιμολόγησής τους ούτως ώστε να τηρείται η αρχή των ίσων αποστάσεων» για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες APA: α) το μονομερές APA και β) το διμερές ή πολυμερές APA.

α) Στην περίπτωση του μονομερούς ΑΡΑ τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία, είναι η αιτούσα επιχείρηση και η Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών ως «αρμόδια αρχή»

β) Στην περίπτωση του διμερούς ή πολυμερούς ΑΡΑ τα μέρη που συμμετέχουν στην διαπραγμάτευση είναι οι «αρμόδιες αρχές» των εμπλεκόμενων κρατών και όχι ο αιτών ή η συνδεδεμένη επιχείρηση του, οι οποίοι δύνανται να αποδεχτούν ή όχι την ΑΡΑ.

Τα βήματα της διαδικασίας προέγκρισης μεθοδολίας ενδοομιλικής τιμολόγησης μπορούν να συνοψιστούν στο παρακάτω διάγραμμα (αναφέρονται και τα σχετικά παράβολα).

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΠΟΛ.1284/31.12.2013 τα οι ενότητες/περιεχόμενα που αναφέρονται, αναλύονται και εξετάζονται στην αίτηση προέγκρισης είναι:

1. Τα στοιχεία του αιτούντος προσώπου (επωνυμία, διεύθυνση, ΑΦΜ, στοιχεία επικοινωνίας).

2. Τα στοιχεία όλων των συνδεδεμένων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων όλων των μόνιμων εγκαταστάσεων, που εμπλέκονται στην αιτούμενη προέγκριση.

3. Τη διάρθρωση του ομίλου, στην οποία εμφαίνονται όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες τις οποίες αφορά η αιτούμενη προέγκριση.

4. Περιγραφή των ενδοομιλικών συναλλαγών για την τιμολόγηση των οποίων ζητείται η προέγκριση.

5. Την προτεινόμενη μεθοδολογία για την τιμολόγηση των ως άνω συναλλαγών.

6. Τις κρίσιμες παραδοχές στις οποίες βασίζεται η αίτηση προέγκρισης.

7. Λεπτομερή ανάλυση των λόγων για τους οποίους το αιτών πρόσωπο θεωρεί ότι η προτεινόμενη μεθοδολογία ενδείκνυται για την εφαρμογή της αρχής των ίσων αποστάσεων κατά την τιμολόγηση των ως άνω συναλλαγών.

8. Το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται η προ έγκριση.

9. Εφόσον το επιθυμεί το αιτών πρόσωπο, αίτημα συνεννόησης της αρμόδιας υπηρεσίας με τις αρμόδιες φορολογικές αρχές άλλων εμπλεκομένων κρατών με τα οποία υφίσταται Σύμβαση περί Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος. Σε τέτοια περίπτωση πρέπει να υποβληθούν παράλληλα αιτήσεις στις φορολογικές αρχές των λοιπών εμπλεκομένων κρατών, περιλαμβάνοντας τα ίδια στοιχεία.

Αναδημοσίευση από το www.Taxheaven.gr

Παρόμοια Άρθρα

coronovirus_eges
No Image
No Image