Φορολογούμενη εντοπίστηκε να έχει καταθέσεις 89.662 ευρώ, τις οποίες δεν δικαιολόγησε και της επέβαλαν φόρους και πρόστιμα ύψους 61.920,73 ευρώ!
Ο τελικός λογαριασμός της Εφορίας είναι ιδιαίτερα βαρύς καθώς ανέρχεται στο 69,1% του ποσού των καταθέσεων, που βρέθηκε να προέρχεται από άδηλες πηγές. Δηλαδή δεσμεύτηκε σχεδόν το 70% του συνόλου των “μαύρων καταθέσεων”.
Το νέο αυτό περιστατικό αποδεικνύει ότι το νέο λογισμικό της ΑΑΔΕ έχει πάρει κυριολεκτικά «φωτιά» και σαρώνει τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων, αναζητώντας ποσά που είναι αδήλωτα και φυσικά αδικαιολόγητα.
Πρόκειται για το «Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο αντλεί στοιχεία από τις εγχώριες τράπεζες, τα οποία αφορούν στο σύνολο των χρηματοοικονομικών προϊόντων (καταθέσεις, ομόλογα, αμοιβαία κ.λπ.), καθώς και των διενεργηθέντων σε αυτά αναλυτικών κινήσεων.
Στη συνέχεια, από το taxisnet αντλούνται τα δηλωθέντα εισοδήματα του εκάστοτε ελεγχόμενου και συγκρίνονται με τις κινήσεις των λογαριασμών των χρηματοοικονομικών προϊόντων για κάθε φορολογικό έτος χωριστά. Όλη η διαδικασία αυτή και η επεξεργασία των δεδομένων (τραπεζικών και φορολογικών) γίνεται αυτόματα, με την εκτίμηση πρωτογενών καταθέσεων, μέσω της χρήσης μηχανογραφικών ελεγκτικών εντολών, για κάθε φορολογικό έτος και προκύπτει το άθροισμα του συνόλου των δηλωθέντων πραγματικών εισοδημάτων/εσόδων (φορολογητέων, αυτοτελώς φορολογημένων και αφορολόγητων) στα υπό έρευνα έτη.
Σημειώνεται πως η διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη και μόλις διαπιστώνεται δυσαρμονία εισοδημάτων και καταθέσεων, χτυπάει συναγερμός και ο καταθέτης/φορολογούμενος καλείται για εξηγήσεις.
Αν δηλαδή, δεν καταφέρει να αποδείξει πειστικά την προέλευση των χρημάτων που βρέθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, αυτά θεωρούνται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα. Στο πλαίσιο αυτό φορολογούνται από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 26% μέχρι τις 50.000 ευρώ και με 33% για το επιπλέον ποσό.
Στην προκειμένη περίπτωση, το 2018, το Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας εντόπισε σε μία φορολογούμενη να έχει στον τραπεζικό της λογαριασμό, πιστώσεις συνολικού ποσού 89.662,00 ευρώ το έτος 2012.
Το συνολικό ποσό προέκυψε από 7 καταθέσεις διαφόρων ποσών που κυμάνθηκαν από 1.868,43 ευρώ, μέχρι και 18.868,86 ευρώ, όλες εντός του 2012.
Για την υπόθεση επιλήφθηκε το ΚΕΦΟΜΕΠ (Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου), το οποίο στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, εξέδωσε οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2013 (χρήση 2012) και καταλογίσθηκε σε βάρος της φορολογούμενης φόρος εισοδήματος ποσού 29.626,15 ευρώ, πρόσθετος φόρος ύψους 16.158,01 ευρώ, τόκοι ύψους 13.446,89 ευρώ, καθώς και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ποσού 2.689,87 ευρώ. Δηλαδή το συνολικό καταλογιζόμενο ποσό ανήλθε σε 61.920,73 ευρώ.
Η παραπάνω διαφορά φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης καταλογίσθηκε κατόπιν των διαπιστώσεων ελέγχου, της από 21/09/2018 έκθεσης μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος των ελεγκτών του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. Κατόπιν του διενεργηθέντος ελέγχου επί των τραπεζικών πιστώσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς της προσφεύγουσας διαπιστώθηκε προσαύξηση περιουσίας (του άρθρου 48 παρ.3 του ν.2238/1994) καθώς για τραπεζικές πιστώσεις συνολικού ποσού 89.662,00 ευρώ δεν αιτιολογήθηκε η προέλευσή τους.
Η φορολογούμενη υποστήριξες ότι τα ποσά προέρχονται από δωρεά του πατέρα της που ζει στο εξωτερικό, αλλά δεν προσκόμισε τα απαραίτητα δικαιολογητικά, με αποτέλεσμα η προσφυγή που κατέθεσε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η οποία με την υπ. αρ. 775 απόφασή της να την απορρίψει και να οριστικοποιήσει το ποσό που πρέπει να πληρώσει, το οποίο πρέπει να σημειωθεί πως ανέρχεται στο 69,1% του ποσού των αδήλωτων καταθέσεων.