Απόφαση – ανατροπή για τις γρήγορες φορολογικές δίκες

«Πράσινο φως» για να μπορούν να έχουν προσωρινή δικαστική προστασία και να «παγώνουν» τις πληρωμές τους προς το κράτος όσοι εμπλέκονται σε φορολογικές και τελωνειακές διαφορές και κινδυνεύουν να υποστούν (λόγω της πληρωμής) ανεπανόρθωτη (ή δυσεπανόρθωτη) οικονομική ζημιά ανάβει η διοικητική δικαιοσύνη.
Με απόφαση-σοκ για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, αλλά αναμενόμενη για τον νομικό κόσμο που είχε αντιδράσει από την πρώτη στιγμή, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε αντισυνταγματικές και ανίσχυρες διατάξεις του πρόσφατου νόμου 3900/10 (για την επιτάχυνση των διοικητικών δικών), που περιόριζε ασφυκτικά την προσωρινή δικαστική προστασία, ειδικά για όσους έχουν φορολογικές και τελωνειακές δίκες.
Η δικαστική απόφαση «τινάζει στον αέρα» τις προσδοκίες του Δημοσίου για γρήγορες εισπράξεις σε φορολογικές – τελωνειακές διαφορές, ξεκαθαρίζοντας ουσιαστικά (όπως έχει δεχθεί και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου) ότι οι δημοσιονομικοί λόγοι και οι ταμειακές ανάγκες του κράτους δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διατάξεις που παραβιάζουν το Σύνταγμα και θίγουν ατομικά δικαιώματα στον πυρήνα τους.
Πρόκειται για τη δεύτερη επισήμανση αντισυνταγματικών διατάξεων, για τις οποίες είχε επιμείνει ιδιαίτερα το υπουργείο Οικονομικών, χωρίς να εισακούσει τις αντιδράσεις δικαστών, δικηγόρων και άλλων φορέων.
Η πρώτη αφορούσε τα υπέρογκα παράβολα στις εκκρεμείς διαφορές στις αρχές του 2011, γεγονός που οδήγησε σε αναβολή χιλιάδων φορολογικών – τελωνειακών δικών σε όλη τη χώρα (λόγω αδυναμίας πληρωμής) και σε «πάγωμα» εισπράξεων για το Δημόσιο, κάτι που θα διορθωθεί τις επόμενες εβδομάδες με νομοθετική κατάργηση της αντισυνταγματικής διάταξης, με την αναγνώριση του λάθους.
Ωστόσο -σύμφωνα με πληροφορίες- “στον αέρα” θα κινδυνέψουν στο άμεσο μέλλον να βρεθούν και άλλες διατάξεις για τις οποίες έγκριτοι νομικοί διατύπωσαν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητά τους και αφορούν τις αυτόφωρες διαδικασίες όποτε και αν διαπιστωθεί μία φορολογική παράβαση, την υποχρέωση προκαταβολής μεγάλου μέρους της οφειλής προκειμένου να γίνει η δευτεροβάθμια δίκη κ.λπ.
Η νέα αντισυνταγματικότητα που εντόπισε το Δ. Εφετείο αφορά τη συρρίκνωση του δικαιώματος για προσωρινή δικαστική προστασία και για «πάγωμα» πληρωμής κ.λπ., όταν υπάρχει κίνδυνος μεγάλης ζημιάς για τον πολίτη.
Μέχρι τώρα, με νομοθετικές ρυθμίσεις από τη δεκαετία του ’90 και το 2008 ίσχυε ότι μια δυσμενής για τον πολίτη κρατική πράξη (π.χ. φόρος, πρόστιμο, ανάκληση άδειας λειτουργίας κ.λπ.) μπορούσε να ανασταλεί με προσωρινή δικαστική απόφαση (μέχρις ότου κριθεί οριστικά η ουσία της διαφοράς), εφόσον διαπιστωνόταν ότι προκαλείται στον ενδιαφερόμενο βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Υπό την πίεση του υπουργείου Οικονομικών για γρήγορες εισπράξεις η δυνατότητα αυτή αναστολής καταργήθηκε με τον ν. 3900/10 ειδικά στις φορολογικές – τελωνειακές δίκες και ο ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε πλέον να “παγώσει” την πληρωμή, ακόμα και αν καταστρεφόταν οικονομικά ή δεν εξασφάλιζε τα αναγκαία προς το ζην.
Μοναδική διέξοδος για αναστολή πληρωμής υπήρχε μόνο αν αποδεικνυόταν (σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων) ότι η προσφυγή του ήταν ολοφάνερα βάσιμη, κάτι εξαιρετικά δύσκολο στο πρώιμο αυτό δικαστικό στάδιο.
Το Δ. Εφετείο έκρινε το νέο σύστημα αντισυνταγματικό και ανίσχυρο, γιατί παραβιάζει στον πυρήνα τους τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου), για παροχή δικαστικής προστασίας, δίκαιη από αμερόληπτο δικαστήριο με αποτελεσματική προσφυγή. Κατά το Εφετείο παραβιάζονται Σύνταγμα και ΕΣΔΑ λόγω της συρρίκνωσης της δυνατότητας αναστολής της κρατικής πράξης και πρέπει να ισχύει ξανά το δικαίωμα «παγώματος», όταν το δικαστήριο διαπιστώνει τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης ζημιάς. Απέρριψε δε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι σε φορολογικές – τελωνειακές διαφορές υπάρχει λόγος δημοσίου συμφέροντος να μην “παγώνουν” οι πληρωμές, προκειμένου να αποτρέπεται η απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού.
Ωστόσο κρίθηκε και πάλι ότι οι δημοσιονομικοί και ταμιευτικοί σκοποί του κράτους δεν αποτελούν λόγο δημοσίου συμφέροντος που μπορούν να αποκλείσουν το «πάγωμα» πληρωμής.
Η συγκεκριμένη φορολογική διαφορά προέκυψε το 2000, όταν καταλογίστηκε σε μηχανολόγο για εισόδημα του 1998 κύριος και πρόσθετος φόρος ύψους 347.380 ευρώ. Τα επιπλέον ποσά προέκυψαν από τεκμαρτές δαπάνες για δύο αυτοκίνητα, εξοχική κατοικία, κατοχή σκάφους αναψυχής, κάτι που ο ίδιος αρνήθηκε προσφεύγοντας στα δικαστήρια.
Το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν είναι πρόδηλα βάσιμη η προσφυγή του, αλλά ότι μπορεί να ανασταλεί η υποχρέωση πληρωμής (μέχρις ότου εκδοθεί οριστική εφετειακή απόφαση), γιατί κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτη υλική και ηθική βλάβη.
Διότι ήδη προκύπτει ότι οφείλει στο Δημόσιο από φόρους και αλλεπάλληλες προσαυξήσεις των ετών 1993-2000 ποσό 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ τα ετήσια εισοδήματά του την τελευταία 5ετία κυμαίνονται από 50.302 έως 82.638 ευρώ, με συνέπεια να κινδυνεύει (εφόσον δεν “παγώσει” η πληρωμή) με ουσιώδη απομείωση των μέσων βιοπορισμού του, με αδυναμία κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών του ίδιου και της οικογένειάς του.

Πηγή: Έθνος, 20.6.2011

Παρόμοια Άρθρα

No Image
No Image
No Image