Πως εξοφλούνται από τους καταναλωτές – πελάτες οι αγορές με αξία πάνω από 1.500 €, μετά την 01/01/2012

Τρόπος εξόφλησης ορισμένων συναλλαγών Επιτηδευματιών με Ιδιώτες-Πελάτες, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.3 του άρθρου 20 του ν.3842/2010 από 01/01/2012

Ο νόμος προέβλεπε την έκδοση Υπουργικής απόφασης όμως οι αντιδράσεις των συνδικαλιστικών επιχειρηματικών φορέων οδήγησαν στο να εκδοθεί η σχετική απόφαση (ΠΟΛ.1027) στις 09/02/2011, σύμφωνα με την οποία ρυθμίσθηκε ο τρόπος εξόφλησης ορισμένων συναλλαγών μεταξύ επιτηδευματιών (φυσικών ή νομικών προσώπων) και ιδιωτών. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του ν.3842/2010, οι συναλλαγές μεταξύ επιτηδευματιών (φυσικών ή νομικών προσώπων) και ιδιωτών από 01/01/2011 έπρεπε να εξοφλούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ποσό της συναλλαγής, είτε από απόκτηση αγαθού είτε από λήψη υπηρεσίας, υπερέβαινε το ποσό των 1.500,00 €, μέσω κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό του επιτηδευματία, είτε μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, είτε με έκδοση τραπεζικής επιταγής από τον ιδιώτη λήπτη του αγαθού ή της υπηρεσίας. Με την ΠΟΛ.1027  ορίσθηκε σαν ημερομηνία εφαρμογής του μέτρου η 1η Απριλίου 2011, για συναλλαγές που υπερβαίνουν το ποσό των 3.000,00 € και μετατέθηκε στην 1η Ιανουαρίου 2012 η εφαρμογή του για συναλλαγές άνω των 1.500,00 €.

Από 01/01/2012 λοιπόν ισχύουν τα ακόλουθα :

Τα φορολογικά στοιχεία, που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, από την 1η Ιανουαρίου 2011 και εφ’ εξής – και εφόσον η αξία του φορολογικού στοιχείου είναι μεγαλύτερη των 1.500 € (μαζί με το Φ.Π.Α.) – εξοφλούνται από τους λήπτες αυτών αποκλειστικά μέσω Τραπέζης, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του αγοραστή των αγαθών ή λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές, αποκλειόμενης της εξόφλησης των υπόψη στοιχείων με μετρητά.

Επαναλαμβάνουμε ότι για την εφαρμογή του προαναφερθέντος μέτρου, ορίζεται ως κατώτερο όριο συναλλαγής, το ποσόν των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ από 01/01/2012 και εφ’ εξής. Ως αξία συναλλαγής, για την εφαρμογή της διατάξεως, νοείται το συνολικό ποσό (μπορεί να είναι π.χ. 3-4 αντικείμενα που η συνολική αξία τους να είναι πάνω από 1.500,00 €) της αξίας της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α..

Οι προκαταβολές που εισπράττονται ή οι τμηματικές καταβολές, που αφορούν συναλλαγές ύψους άνω του ισχύοντος κάθε φορά ορίου, εμπίπτουν στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νέες διατάξεις, ανεξαρτήτως του ποσού έκαστης τμηματικής καταβολής ή προκαταβολής, δηλαδή η τμηματική εξόφληση αγοράς ή λήψης υπηρεσίας της οποίας η αξία υπερβαίνει το εκάστοτε όριο πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά και μόνο με τους προαναφερθέντες τρόπους.

Σε περίπτωση πώλησης αγαθών (όπως οχήματα, κ.λπ.) σε ιδιώτη «με ανταλλαγή», εξοφλείται από τον ιδιώτη – αγοραστή, με τον τρόπο που αναφέρεται παραπάνω, η διαφορά της αξίας που προκύπτει από το συμψηφισμό των αμοιβαίων ανταπαιτήσεων, εφόσον αυτή υπερβαίνει το ισχύον, κάθε φορά, όριο, π.χ. αγορά Ε.Ι.Χ. αξίας 15.000,00 € με ανταλλαγή του παλαιού αυτοκινήτου του ιδιώτη αξίας 3.000,00 €, η διαφορά που προκύπτει ποσού 12.000,00 € πρέπει να εξοφληθεί με τους ήδη προαναφερθέντες τρόπους.

Σε περίπτωση αλλαγής λιανικώς πωληθέντων αγαθών, η αξία των οποίων προηγουμένως έχει εξοφληθεί, για τη νέα απόδειξη λιανικής πώλησης που εκδίδεται, εφαρμόζονται αναλόγως προαναφερθέντα.

Ομοίως τα προαναφερόμενα ισχύουν και στην περίπτωση επιστροφής αγαθών, εφόσον μεταγενέστερα η απαίτηση του ιδιώτη συμψηφισθεί με επόμενη αγορά αγαθών.

Σε περίπτωση συναλλαγής που εξοφλείται, μερικώς ή ολικώς, με εκχώρηση από τον ιδιώτη προϊόντος δανείου που βαρύνει αυτόν, με κατάθεση του σχετικού ποσού στο λογαριασμό του πωλητή – επιτηδευματία, οι υποχρεώσεις της παρούσας αφορούν το τυχόν υπολειπόμενο ποσό, ανεξαρτήτως αξίας, εφόσον η τιμολογούμενη αξία της συναλλαγής υπερβαίνει το ισχύον, κάθε φορά, όριο της παρούσας.

Συναλλαγές εκτός πεδίου εφαρμογής

Δεν εμπίπτουν στις υποχρεώσεις των νέων διατάξεων, οι εξής περιπτώσεις συναλλαγών:

α. Συναλλαγές για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του Κ.Β.Σ., δηλαδή για τις πωλήσεις ύδατος (μη ιαματικού), ηλεκτρικού ρεύματος και παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

β. Αγορές αγαθών ή υπηρεσιών, που το αντίτιμο της αξίας καλύπτεται με επί μέρους διαδοχικές καταβολές (προκαταβολές), διαφορετικών προσώπων από τον τελικό καταναλωτή. Το τυχόν επιπλέον, μη καλυπτόμενο κατά τα ως άνω ποσό, εξοφλείται με βάση τις διατάξεις της παρούσας, εφόσον η συνολική αξία της συναλλαγής υπερβαίνει το ισχύον όριο (π.χ. αγορά αγαθών από ιδιώτη μέσω «λίστας γάμου» κ.λπ.).

Ρυθμίσεις επί ειδικών περιπτώσεων

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις συναλλαγών, που διενεργούνται σε ημέρες και ώρες μη λειτουργίας των Τραπεζών ή με πρόσωπα – ιδιώτες που για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι δυνατή η από μέρους τους εξόφληση, με τους τρόπους που αναφέρονται παραπάνω, και καταβάλλονται μετρητά ή παραδίδονται συναλλαγματικές, οι οποίες εξοφλούνται εκτός τραπεζικού συστήματος, ακολουθείται ειδική διαδικασία ως ακολούθως:

Από τον επιτηδευματία – πωλητή, κατά το χρόνο είσπραξης μετρητών ή παραλαβής συναλλαγματικών (εκτός τραπεζικού συστήματος) από τον πελάτη – ιδιώτη, εκδίδεται λογιστικό παραστατικό «απόδειξη είσπραξης μετρητών ή παραλαβής αξιόγραφων».

Η ως άνω απόδειξη, εκδίδεται αθεώρητη από διπλότυπο, τουλάχιστον, στέλεχος και εφόσον είναι μηχανογραφική δεν απαιτείται η σήμανση αυτής μέσω Ε.Α.Φ.Δ.Σ.Σ.. Στο περιεχόμενο αυτής αναγράφονται το ποσό, ο τρόπος εξόφλησης, η αιτιολογία της είσπραξης (π.χ. προκαταβολή, τμηματική καταβολή, εξόφληση) και ο αύξων αριθμός του παραστατικού (εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση αυτού).

Επί προκαταβολών, πριν την έκδοση του φορολογικού στοιχείου, αναγράφονται τα αντίστοιχα στοιχεία του οικείου ταμειακού παραστατικού, εφόσον εκδίδεται από την επιχείρηση.

Ο επιτηδευματίας υποχρεούται το ποσόν των μετρητών, που εισπράττει κατά το χρόνο έκδοσης της προαναφερόμενης απόδειξης ή κατά το χρόνο εξόφλησης των συναλλαγματικών, να το καταθέσει εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την έκδοσή τους, σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη Τράπεζα ή Πιστωτικό Οργανισμό.

Τα εκδιδόμενα τραπεζικά παραστατικά, συσχετίζονται από τον επιτηδευματία με τις «αποδείξεις είσπραξης μετρητών ή παραλαβής αξιόγραφων» που αφορούν. Οι εκδιδόμενες «αποδείξεις είσπραξης μετρητών ή παραλαβής αξιόγραφων», καθώς και τα τραπεζικά παραστατικά από τα οποία προκύπτουν τα δεδομένα της κατάθεσης, διαφυλάσσονται με ευθύνη του υπόχρεου, για όσο χρόνο προβλέπουν οι διατάξεις του Κ.Β.Σ..

Κυρώσεις

Για πράξεις ή παραλείψεις της παρούσας που διαπιστώνονται σε διαφορετικό χρόνο εντός της ίδιας διαχειριστικής περιόδου επιβάλλεται ιδιαίτερο πρόστιμο, ανά φορολογικό έλεγχο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2523/1997.

Παρόμοια Άρθρα

No Image
No Image