Όπως είναι γνωστό με το N.3419/2005 δημιουργήθηκε το Γενικό Εμπορικό ΜΗτρώο (ΓΕΜΗ) με σκοπό την καταγραφή και την τήρηση αρχείου των εμπορικών εταιρειών που λειτουργούν ανά την επικράτεια. Με την παρ.1 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε στην περ.α και η υποχρέωση εγγραφής για «τα φυσικά πρόσωπα που είναι έμποροι και διαθέτουν επαγγελματική κατοικία ή εγκατάσταση ή ασκούν εμπορία μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκατάστασης στην ημεδαπή». Παράλληλα η παρ. 1 του άρθρου 6 προέβλεπε πως με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας καθορίζονται οι πράξεις και τα στοιχεία που καταχωρίζονται στη μερίδα, μεταξύ άλλων και των φυσικών προσώπων.
Με το άρθρο 2 η ευθύνη λειτουργίας του ΓΕΜΗ ανατίθεται στην Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων. Ωστόσο παράλληλα και μετά από ασφυκτικές πιέσεις της τρόικα η τότε κυβέρνηση με το άρ. 94 παρ.1 του Ν.4314/2014 αναγκάστηκε να καταργήσει την υποχρεωτική καταβολή συνδρομής από τις επιχειρήσεις στα επιμελητήρια. Προκειμένου να διατηρήσει σε ζωή όμως το θεσμό των επιμελητηρίων πρόβλεψε με το άρθρο 81 του ιδίου νόμου την καταβολή τελών για τις καταχωρίσεις στο ΓΕΜΗ (το γνωστό 10ευρω στις περισσότερες περιπτώσεις).
Ο αρχικός Ν. 3419/2005 προέβλεπε στο άρθρο 6 τα στοιχεία που πρέπει να τηρούνται στη μερίδα του κάθε υπόχρεου. Για τις ατομικές επιχειρήσεις πέρα της εγγραφής και της ενημέρωσης για τυχόν μεταβολές στοιχείων της επιχείρησης, δεν προβλεπόταν κάτι άλλο. Ωστόσο υπήρχε εξουσιοδοτική διάταξη (παρ. 1 αρ.6) στον Υπ.Α.Α.Ν., όπως ήδη αναφέραμε, ώστε να καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να τηρούνται στη μερίδα των φυσικών προσώπων.
Μετά από όλα αυτά φτάσαμε στην Κ.Υ.Α. 79752/2014 με την οποία αποκαλύφθηκε ότι εκτός των προβλεπόμενων από το νόμο τελών καταχωρίσεων κ.λπ. όλες οι επιχειρήσεις και μεταξύ αυτών και οι ατομικές, θα έπρεπε να καταβάλλουν και τέλος τήρησης μερίδας στο ΓΕΜΗ το οποίο μάλιστα αποτελεί κατ’ ευθείαν πόρο των επιμελητηρίων. Έτσι καταργήθηκε η υποχρεωτική συνδρομή στα επιμελητήρια για να ικανοποιηθεί η τρόικα και ξαναήρθε από το παράθυρο ως τέλος τήρησης μερίδας ΓΕΜΗ για να ικανοποιηθούν και οι εγχώριοι παράγοντες.
Στην Κ.Υ.Α. προβλεπόταν και τέλος τήρησης μερίδας ύψους 30 ευρώ ετησίως και για τις ατομικές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι για να πληρώνουν τέλος τήρησης μερίδας οι ατομικές επιχειρήσεις, θα έπρεπε αυτή η μερίδα κάτι να περιλαμβάνει. Και καθώς δεν μπορούσε να βρεθεί κάτι άλλο, καθιερώθηκε με το άρ. 5 η υποχρέωση υποβολής του αποδεικτικού υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εντός δύο μηνών από την υποβολή της φορολογικής δήλωσης, με ταυτόχρονη την καταβολή των τελών του στοιχείου δ. της παρ. 1 του άρθρου 2, δηλαδή των 30 ευρώ. Μάλιστα σε περίπτωση που κάποιος υπόχρεος δεν καταβάλλει τα τέλη, αυτά αποστέλλονται στη Φορολογική Διοίκηση για βεβαίωση και είσπραξη βάσει του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με προφορικές δεσμεύσεις των αρμοδίων, η προθεσμία του διμήνου δεν θα τηρηθεί με αυστηρότητα και δεν θα επιβάλλονται κυρώσεις εφόσον η υποβολή γίνει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Με την εγκύκλιο 97333/2015 διευκρινίστηκε ότι οι υπόχρεες επιχειρήσεις που δεν έχουν αυτόματα εγγραφεί μέσω των επιμελητηρίων, θα πρέπει πριν την υποβολή των παραπάνω στοιχείων να φροντίσουν και για την απογραφή τους στο ΓΕΜΗ.
Η αναφορά στην εμπορική ιδιότητα σε διάφορα νομοθετήματα, δημιουργεί πάντα προβλήματα αφού βάσει του εμπορικού νόμου «έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν». Λύση στο πρόβλημα δίνει η νομολογία γύρω από το θέμα, την οποία δέχεται και η εγκύκλιος 97333/2015. Σύμφωνα με αυτή «γίνεται δεκτό, ότι οι πράξεις τόσο των ελευθέρων επαγγελματιών, δηλαδή δικηγόρων, ιατρών, αρχιτεκτόνων κλπ, όσο και η εν γένει επιστημονική και καλλιτεχνική δράση δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα. Ως αιτιολογία δε αποκλεισμού της εμπορικότητος προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ο ιδιαίτερα στενός προσωπικός δεσμός των προσώπων αυτών που υπάρχει με την πελατεία των, σε αντίθεση με εκείνη των εμπόρων. Ο αποκλεισμός, όμως, αυτός της εμπορικότητος δεν μπορεί να είναι απεριόριστος. Τούτο διότι δεν αποκλείεται η μη εμπορική επαγγελματική δράση του φυσικού προσώπου να γίνει εμπορική, εάν αποτελέσει το σκοπό εμπορικής εταιρείας και εν γένει οργανωμένης επιχείρησης».[1]
Ελεύθεροι επαγγελματίες, τουλάχιστον όπως ορίζονταν στη φορολογική νομοθεσία (Ν.2238/1994) οι οποίοι βάσει της ανωτέρω γνωμοδότησης στερούνται της ιδιότητας του εμπόρου είναι οι ασκούντες το επάγγελμα: του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου, ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού, μεταφραστή, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη γλύπτη ή ζωγράφου ή σκιτσογράφου ή χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων ή μουσουργού, καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη, αναλογιστή, κοινωνιολόγου, κοινωνικού λειτουργού και εμπειρογνώμονα. Επιπλέον δεν θεωρούνται έμποροι και υπόχρεοι εγγραφής στο ΓΕΜΗ οι λογοθεραπευτές, ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός Ε.Δ.Χ., ο αγρότης που εκμεταλλεύεται φωτοβολταϊκά μέχρι 100 KW, όπως επίσης και οι ασκούντες τεχνικά επαγγέλματα (π.χ. ηλεκτρολόγοι).
ΠΡΟΣΟΧΗ. Η εξαίρεση από την ιδιότητα του εμπόρου δεν ισχύει εάν οι παραπάνω υπηρεσίες προσφέρονται στο ευρύ κοινό μέσω οργανωμένης επιχείρησης που απασχολεί προσωπικό.
Για το λόγο αυτό η υποχρέωση ή όχι εγγραφής στο ΓΕΜΗ θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση με βάση τα πραγματικά χαρακτηριστικά της κάθε επιχείρησης.
Παράδειγμα.
Λογιστής – φοροτεχνικός παρέχει αποκλειστικά με προσωπική εργασία τις υπηρεσίες του σε επιχειρήσεις και ιδιώτες. Δεν θεωρείται έμπορος και δεν είναι υπόχρεος εγγραφής στο ΓΕΜΗ.
Άλλος λογιστής ιδιοκτήτης λογιστικού γραφείου, απασχολεί προσωπικό για την τήρηση βιβλίων των πελατών του γραφείου. Θεωρείται έμπορος και είναι υπόχρεος εγγραφής στο ΓΕΜΗ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σε μία ορθά λειτουργούσα πολιτεία, το ΓΕΜΗ θα είχε λόγο ύπαρξης μόνο ως φορέας τήρησης αρχείων που βάσει της κείμενης νομοθεσίας υπόκεινται σε κανόνες δημοσιότητας, όπως για παράδειγμα τα αρχεία εκπροσώπησης μίας Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. τα οποία ορθά πρέπει να τηρούνται και να είναι διαθέσιμα στο κοινό, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Για τις ατομικές επιχειρήσεις δεν υπάρχουν ασφαλώς τέτοιου είδους κανόνες και δεν υπάρχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος που να επιβάλλει την εγγραφή ή την τήρηση αρχείου τους από το ΓΕΜΗ. Η λογική που υπαγόρευσε την συγκεκριμένη υποχρέωση στη χώρα μας ήταν καθαρά εισπρακτική, καθώς προκειμένου να διατηρηθούν στη ζωή τα επιμελητήρια έπρεπε να «χαρατσωθούν» οι επιχειρήσεις και στη συνέχεια για να δικαιολογηθεί το χαράτσι έπρεπε να εφευρεθεί και κάποια υποχρέωση. Προφανώς είναι απολύτως άνευ σημασίας για το ΓΕΜΗ το εάν κάποια επιχείρηση υπέβαλλε τη φορολογική της δήλωση ή όχι. Άλλωστε υπάρχει ο αρμόδιος δημόσιος φορέας για τις φορολογικές υποχρεώσεις. Όμως ακόμα και σήμερα το μικροπολιτικό συμφέρον που επέβαλλε τη διατήρηση των επιμελητηρίων με την υπάρχουσα μορφή τους, υπερίσχυσε του συμφέροντος του συνόλου που επέβαλλε την αναδιάρθρωση τους στη βάση των πραγματικών αναγκών στήριξης της επιχειρηματικότητας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΙΧΕΛΙΝΑΚΗΣ
ΛΟΓΙΣΤΗΣ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ