Αναλυτικά, όλο το κείμενο αναφέρει τα εξής:
Συνεδρίαση 116/25.8.2014
Θέμα 1:
Θέσπιση του Κώδικα Δεοντολογίας του N. 4224/2013
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, αφού έλαβε υπόψη:
α) το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 1/20.12.2012 «Ανασύσταση Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ανάθεση αρμοδιότητας» (ΦΕΚ Β’ 3410), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 40/30.5.2014 «Τροποποίηση των Πράξεων Εκτελεστικής Επιτροπής 1/20.12.2012, 4/8.1.2013 και 6/8.1.2013» (ΦΕΚ Β’ 1567),
γ) το ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α΄ 288) και ιδίως το άρθρο 1, παρ. 2 και 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του ν.4281/2014 (ΦΕΚ Α΄ 160),
δ) τις διατάξεις του ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 107),
ε) τον ορισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», όπως αποφασίστηκε στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του ν. 4224/2013, σύμφωνα με τον οποίο:
« Ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν:
α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό τους (π.χ. αριθμούς σταθερού, κινητού τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ηλεκτρονική διεύθυνση, διεύθυνση κατοικίας και εργασίας) και προβαίνει σε ορισμό συγγενικού ή φιλικού προσώπου, ως αντικλήτου επικοινωνίας για κάθε περίπτωση που ο ίδιος δεν είναι διαθέσιμος,
β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή ή με όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό αυτού και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια, σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί νομίμως για λογαριασμό
του, αυτοπροσώπως είτε διά του αντικλήτου του, με κάθε πρόσφορο τρόπο, εντός 15 εργάσιμων ημερών,
γ) προβαίνει αυτοπροσώπως είτε διά του αντικλήτου του σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του,
δ) προβαίνει αυτοπροσώπως είτε διά του αντικλήτου του, σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του (π.χ. πλήρωση προϋποθέσεων λήψης επιδόματος, εμφάνιση νέων περιουσιακών στοιχείων που θα περιέλθουν στην κυριότητά του [κληρονομιά κ.λ.π.], απώλεια κυριότητας περιουσιακών στοιχείων, ανακοινώσεις απόλυσης, καταγγελίες μισθώσεων, εξαγορά ασφαλιστικών προϊόντων, κέρδη οποιασδήποτε μορφής κλπ) και
ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2014»,
στ) τη μεθοδολογία για τον ορισμό των «ευλόγων δαπανών διαβίωσης», όπως αποφασίστηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του ν. 4224/2013,
ζ) την υπ’ αριθμ. 42/30.5.2014 Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος «Πλαίσιο εποπτικών υποχρεώσεων για τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» (ΦΕΚ Β΄ 1582),
η) την υπ’ αριθμ. EBA-Op-2013-03/13.6.2013 «Γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για τις βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την μεταχείριση των οφειλετών που έχουν παράσχει εμπράγματες εξασφαλίσεις και βρίσκονται σε δυσκολία αποπληρωμής»,
θ) το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
Α Π Ο Φ Α Σ Ι Ζ Ε Ι τα εξής:
Να θεσπίσει τον ακόλουθο Κώδικα Δεοντολογίας (στο εξής Κώδικας), κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, ως εξής:
Α. Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του Κώδικα εφαρμόζονται από κάθε ίδρυμα το οποίο παρέχει πιστώσεις στην Ελλάδα δυνάμει των σημείων 1 και 22 της παρ. 1 του άρθρου 3, της παρ. 2 του άρθρου 9 και των άρθρων 34, 36, 38, 41 και 43 του Ν. 4261/2014, συμπεριλαμβάνοντας και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα του άρθρου 3 παρ. 1 σημείο 22 του ν. 4261/2014.
Β. Ορισμοί
Για τους σκοπούς εφαρμογής του Κώδικα υιοθετούνται οι έννοιες του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» και των «ευλόγων δαπανών διαβίωσης», όπως εκάστοτε ορίζονται από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του ν. 4224/2013.
Ως «δάνειο» για τους σκοπούς του Κώδικα νοείται κάθε μορφής οφειλή έναντι ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα.
Ως «λύση ρύθμισης» εννοείται η τροποποίηση της σύμβασης με νέους όρους εξυπηρέτησης της οφειλής ως αποτέλεσμα των δυσχερειών που αντιμετωπίζει ο δανειολήπτης.
Ως «λύση οριστικής διευθέτησης» εννοείται η συμφωνία ιδρύματος και δανειολήπτη για την οριστική εξόφληση των οφειλών με όρους, που μπορεί να περιλαμβάνουν μεταβολή της κυριότητας των εξασφαλίσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη , με τη συναίνεσή του.
Γ. Γενικές αρχές
Με τον Κώδικα θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) των δανείων σε καθυστέρηση των οποίων η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί με τελικό σκοπό, την επιλογή της καταλληλότερης, κατά περίπτωση, λύσης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει παράσχει με την ΠΕΕ 42/30.05.2014 κατευθυντήριες γραμμές στα εποπτευόμενα από αυτή πιστωτικά ιδρύματα για το σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τρέχουσα και την, επί τη βάσει συντηρητικών και αξιόπιστων παραδοχών, εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής κάθε δανειολήπτη φυσικού ή νομικού προσώπου μέχρι το πέρας του νέου προγράμματος αποπληρωμής, ώστε η ρύθμιση να μη χρησιμοποιείται για να συγκαλύψει απλώς τα πραγματικά επίπεδα κινδύνων των συγκεκριμένων ανοιγμάτων, οδηγώντας έτσι σε μεγαλύτερη υπερχρέωση του δανειολήπτη και αυξάνοντας τις πιθανές ζημίες για την τράπεζα. Για το λόγο αυτό ως «κατάλληλη λύση», για τους σκοπούς του Κώδικα, θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση της τράπεζας με τις εποπτικές της υποχρεώσεις, λαμβάνοντας όμως, παράλληλα υπόψη το επίπεδο «εύλογων δαπανών διαβίωσης» του δανειολήπτη, εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο. Εάν, παρά το ότι αμφότερες οι συνθήκες τηρούνται, τα μέρη δεν συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, τότε η διαφωνία τους, μπορεί να επιλύεται εξωδικαστικά μέσω του Συνηγόρου του Καταναλωτή ή άλλων φορέων με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση ή από τα αρμόδια δικαστήρια.
Δ. Στρατηγική, πολιτικές, διαδικασίες και οργανωτικές δομές ιδρυμάτων
Κάθε ίδρυμα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα, οφείλει:
(α) Να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (στο εξής Δ.Ε.Κ.), με κατηγοριοποίηση δανείων και δανειοληπτών, κατάλληλη για την πιστή τήρηση του παρόντος Κώδικα, στην οποία εντάσσεται απαραιτήτως και λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων (στο εξής Δ.Ε.Ε.), σύμφωνα με την παρ. 5 της ενότητας ΣΤ του Κώδικα.
(β) Να διασφαλίζει ότι η Δ.Ε.Κ. επιτρέπει χειρισμό κάθε μεμονωμένης περίπτωσης δανειολήπτη, αξιοποιώντας κάθε διαθέσιμη πληροφόρηση.
(γ) Να λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση των κανόνων διαφάνειας και κατάλληλης ενημέρωσης του δανειολήπτη.
(δ) Να συστήσει Επιτροπή Ενστάσεων συγκροτούμενη από τουλάχιστον τρία ανώτερα στελέχη. Η Επιτροπή Ενστάσεων θα πρέπει να υποστηρίζεται από επαρκείς πόρους (υποδομή και προσωπικό). Tα μέλη της Επιτροπής είναι ανεξάρτητα από τις λειτουργίες χορήγησης, έγκρισης και ελέγχου πιστοδοτήσεων. Τουλάχιστον ένα μέλος της Επιτροπής Ενστάσεων είναι ανεξάρτητο και από τη Λειτουργία Διαχείρισης Καθυστερήσεων του ιδρύματος. Σε κάθε περίπτωση που η Επιτροπή Ενστάσεων εξετάζει συγκεκριμένη ένσταση, για την οποία μέλος της θεωρεί ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτού και του δανειολήπτη ή αυτού και του ιδρύματος, οφείλει να το δηλώσει εγγράφως και να ζητήσει να αντικατασταθεί ή να απέχει από τη λήψη απόφασης επί της συγκεκριμένης ένστασης.
(ε) Να διαθέτει προσωπικό, με κατάλληλη κατάρτιση, δεξιότητες και επικοινωνιακές ικανότητες για να χειρίζεται αποτελεσματικά περιπτώσεις που εμπίπτουν στον Κώδικα, σε επαρκή αριθμό και καταλλήλως κατανεμημένο ανά γεωγραφική περιοχή, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των εξυπηρετούμενων πελατών. Προς το σκοπό αυτό, το ίδρυμα σχεδιάζει κατάλληλα προγράμματα εκπαίδευσης/επιμόρφωσης.
(στ) Το προσωπικό της ως άνω περίπτωσης (ε) θα πρέπει να εντάσσεται οργανικά στη Λειτουργία Διαχείρισης Καθυστερήσεων, υποκείμενο στις απαιτήσεις ανεξαρτησίας που θέτει η ΠΕΕ 42/30.5.2014.
Ε. Πολιτική και Διαδικασίες Επικοινωνίας
1. Κάθε ίδρυμα προβαίνει, κατ’ ελάχιστον, στα εξής:
(α) Θεσπίζει λεπτομερώς καταγεγραμμένες πολιτικές και διαδικασίες επικοινωνίας για τις περιπτώσεις που καλύπτει ο Κώδικας.
(β) Τυποποιεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το περιεχόμενο της σχετικής επικοινωνίας, επιδιώκοντας να είναι αυτό σαφές, διαφωτιστικό, ορθό και εύληπτο.
(γ) Προσαρμόζει τη συχνότητα και το περιεχόμενο της επικοινωνίας, αναλόγως του χρόνου καθυστέρησης και της κατηγορίας του δανειολήπτη (φυσικό /νομικό πρόσωπο) .
(δ) Διασφαλίζει ότι κάθε επικοινωνία με τον δανειολήπτη πραγματοποιείται έγκαιρα.
(ε) Διασφαλίζει ότι η επικοινωνία διεξάγεται με ειλικρίνεια και πνεύμα καλής συνεργασίας, ενθαρρύνοντας τη νέα επικοινωνία.
(στ) Διασφαλίζει ότι η επικοινωνία με τον δανειολήπτη γίνεται σε κατάλληλες ώρες, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας.
(ζ) Τηρεί τις αρχές προστασίας των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη- φυσικού προσώπου και τις αρχές της εμπιστευτικότητας ως νόμος ορίζει.
(η) Ενημερώνει εγκαίρως τον δανειολήπτη, εγγράφως, τόσο για την τυχόν μεταβίβαση της απαίτησης ή την ανάθεση σε οποιονδήποτε διαμεσολαβητή ή άλλο τρίτο πρόσωπο να ενεργεί κατ’ εντολή και για λογαριασμό του ιδρύματος όσο και για το περιεχόμενο και τους όρους ανάθεσης.
(θ) Μεριμνά για την κατάλληλη εκπαίδευση των αρμόδιων υπαλλήλων ή προσώπων που διαμεσολαβούν/ενεργούν κατ’ εντολή και για λογαριασμό του ιδρύματος, προκειμένου να διασφαλιστεί επικοινωνία σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο.
(ι) Διαθέτει ειδικά σημεία επικοινωνίας για την υποδοχή ερωτημάτων, παροχή οδηγιών , την παραλαβή δηλώσεων, εγγράφων και δικαιολογητικών καθώς και για τη
διεξαγωγή της επικοινωνίας, ειδικά για της ανάγκες εφαρμογής του παρόντος Κώδικα.
(ια) Παρέχει ενημερωτικό υλικό σε έντυπη και σε ηλεκτρονική μορφή σε διακριτή ενότητα στο διαδικτυακό τόπο του ιδρύματος, ειδικά για τα δάνεια σε καθυστέρηση, εύκολα προσβάσιμη, διαμορφωμένη σε περιβάλλον «φιλικό» προς τον δανειολήπτη, συμπεριλαμβανομένου και του Ενημερωτικού Φυλλαδίου της παρ. 2 κατωτέρω.
2. Κάθε ίδρυμα διαθέτει «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες», σε απλή γλώσσα. Το ανωτέρω Ενημερωτικό Φυλλάδιο καθίσταται διαθέσιμο τόσο σε έντυπη μορφή (απαραιτήτως στα καταστήματα του ιδρύματος) όσο και σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδικτυακό τόπο του ιδρύματος. Το ανωτέρω Ενημερωτικό Φυλλάδιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
(α) Τις έννοιες του συνεργάσιμου δανειολήπτη και των «εύλογων δαπανών διαβίωσης», καθώς γενική περιγραφή των οικονομικών και νομικών επιπτώσεων της μη συνεργασίας.
(β) Περιγραφή της Δ.Ε.Κ.
(γ) Συνοπτική περιγραφή των λύσεων ρύθμισης ή και οριστικής διευθέτησης που προσφέρονται από το ίδρυμα στους δανειολήπτες και των γενικών κριτηρίων και παραμέτρων της μεθοδολογίας επί τη βάσει των οποίων αξιολογείται, κατά περίπτωση, η καταλληλότητα των λύσεων καθώς και γνωστοποίηση του ενδεχόμενου η εν λόγω αξιολόγηση να μην οδηγήσει σε λύση ρύθμισης καθώς και συνοπτική περιγραφή των διαδικασιών αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων.
(δ) Πληροφόρηση σχετικά με τους φορείς, στους οποίους διαβιβάζονται τα στοιχεία που σχετίζονται με τις καθυστερούμενες καταβολές του δανειολήπτη.
(ε) Γνωστοποίηση εξουσιοδοτημένων, δυνάμει του Ν. 4224/2013 ή και άλλων σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας, φορέων (με τις ταχυδρομικές και ηλεκτρονικές διευθύνσεις), για παροχή συμβουλευτικής συνδρομής.
(στ) Συνοπτική περιγραφή της πολιτικής και των διαδικασιών επικοινωνίας του ιδρύματος.
(ζ) Περιγραφή της Δ.Ε.Ε. με αναφορά στο δικαίωμα του δανειολήπτη να υποβάλει ένσταση σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ.5 κατωτέρω, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας και του χρονικού πλαισίου για την υποβολή της ένστασης.
(η) Ενημέρωση σχετικά με τη δυνατότητα ενεργοποίησης από το ίδρυμα νομικής/δικαστικής διαδικασίας και για την πιθανότητα να παραμείνει ο δανειολήπτης υπόχρεος για τυχόν υφιστάμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, το οποίο θα συνεχίσει να εκτοκίζεται (ενημερώνοντας για τον τρόπο διαμόρφωσης του επιτοκίου), ανεξάρτητα από τη ρευστοποίηση τυχόν εμπράγματων εξασφαλίσεων ή τη δέσμευση άλλων περιουσιακών στοιχείων.
(θ) Γνωστοποίηση της δυνατότητας του ιδρύματος να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες από άλλες πηγές πλην του δανειολήπτη, σύμφωνα με την Ενότητα ΣΤ.2(γ), υπό την επιφύλαξη τήρησης των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
3. Κάθε ίδρυμα οφείλει να διαθέτει τόσο σε κάθε κατάστημά του (σε έντυπη μορφή) όσο και στο διαδικτυακό τόπο του (σε ηλεκτρονική μορφή) την «Τυποποιημένη Οικονομική Κατάσταση» που προβλέπεται στην Ενότητα ΣΤ.2 κατωτέρω, η οποία περιέχει επισήμανση για τα ακόλουθα:
(αα) τη δυνατότητα να προσφερθεί καθοδήγηση για τη συμπλήρωσή της μέσω του «Ειδικού Σημείου Επικοινωνίας» που οφείλει να διαθέτει το ίδρυμα ,
(ββ) εξουσιοδοτημένους δυνάμει του Ν. 4224/2013 ή και άλλων σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας δημόσιους φορείς, στους οποίους θα μπορούσε να αποταθεί για συμβουλευτική υποστήριξη,
(γγ) την υποχρέωση συμπλήρωσης της Τυποποιημένης Κατάστασης Οικονομικής Πληροφόρησης με πλήρη ειλικρίνεια, εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από την παραλαβή από το δανειολήπτη της γραπτής ειδοποίησης του Σταδίου 1 της ΔΕΚ,
(δδ) την υποχρέωσή του να γνωστοποιεί ουσιώδεις μελλοντικές μεταβολές της οικονομικής του κατάστασης εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, προκειμένου να εξακολουθεί να θεωρείται ως συνεργάσιμος.
4. Όπου στον παρόντα Κώδικα θεσπίζεται υποχρέωση γραπτής επικοινωνίας, αυτή δύναται να διενεργείται με συστημένη επιστολή ή σε ηλεκτρονική μορφή, εφόσον διασφαλίζονται, με ισοδύναμο τρόπο, η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής, τήρησης αρχείου και εμπιστευτικότητας.
ΣΤ. Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.)
Κάθε ίδρυμα εφαρμόζει τα ακόλουθα στάδια κατά το χειρισμό δανειοληπτών που παρουσιάζουν καθυστερήσεις, καθώς και σε περιπτώσεις με ενδείξεις πιθανής καθυστέρησης:
Στάδιο 1: Επικοινωνία με τον δανειολήπτη.
Στάδιο 2: Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών.
Στάδιο 3: Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων.
Στάδιο 4: Πρόταση των κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη.
Στάδιο 5: Διαδικασία εξέτασης ενστάσεων.
1. Στάδιο 1: Επικοινωνία με τον δανειολήπτη
(α) Επικοινωνία που αφορά δάνειο σε αρχική καθυστέρηση
(αα) Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής δόσης, εν όλω ή εν μέρει, σύμφωνα με το προσυμφωνημένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής, το ίδρυμα δύναται να προβεί άμεσα στις πιο κάτω ενέργειες:
Επιχειρεί επικοινωνία με τον δανειολήπτη συμβουλευτικού χαρακτήρα με επίκεντρο τη διερεύνηση των αιτιών που ανέκυψαν και μπορεί να οδηγήσουν σε καθυστερήσεις, ώστε να εξετασθούν έγκαιρα τυχόν εναλλακτικές λύσεις. Συνέχιση της επικοινωνίας στα επόμενα στάδια της ΔΕΚ, γίνεται εφόσον συναινέσει ο δανειολήπτης. Mη ανταπόκριση σε αυτό το στάδιο δεν συνεπάγεται την απώλεια του χαρακτηρισμού του ως «συνεργάσιμου».
Η επικοινωνία σε αυτό το στάδιο είναι σκόπιμο να συνοδεύεται με αποστολή του Ενημερωτικού Φυλλαδίου της ενότητας Ε.2 ανωτέρω και καθορισμό του «Ειδικού Σημείου Επικοινωνίας» για τις περαιτέρω επαφές.
(ββ) Αν η καθυστέρηση υπερβεί τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες το ίδρυμα οφείλει να αποστείλει γραπτή ειδοποίηση στον δανειολήπτη εντός των επόμενων δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών.
(γγ) Η γραπτή ειδοποίηση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
(i) Την ημερομηνία κατά την οποία η οφειλή περιήλθε σε καθυστέρηση.
(ii) Τον αριθμό και το συνολικό ύψος των δόσεων (περιλαμβανομένων και των τμηματικών καταβολών) που είναι ληξιπρόθεσμες, το άληκτο υπόλοιπο της οφειλής, καθώς και το επιτόκιο με το οποίο εκτοκίζεται το μη ενήμερο τμήμα της οφειλής.
(iii) Ενημέρωση για την ένταξη του δανειολήπτη στο πλαίσιο της Δ.Ε.Κ..
(iv) Το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και το «Ειδικό Σημείο Επικοινωνίας» του ιδρύματος για τη διενέργεια των επαφών με τον δανειολήπτη, με τα πλήρη στοιχεία των αρμόδιων υπαλλήλων ή των τυχόν εξουσιοδοτημένων να ενεργούν για λογαριασμό του ιδρύματος προσώπων.
(v) Την «Τυποποιημένη Οικονομική Κατάσταση» που προβλέπεται στην Ενότητα ΣΤ.2 κατωτέρω, εφόσον ο δανειολήπτης είναι φυσικό πρόσωπο.
(vi) τυποποιημένο έντυπο υποβολής πληροφόρησης με τα στοιχεία που, κατά κανόνα, ζητούνται από το ίδρυμα για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που το ίδρυμα ακολουθεί για την αξιολόγηση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος (απόφαση ΠΕΕ 42/30.05.2014) και την παρ. 3, περίπτωση β, του παρόντος Κώδικα.
(δδ) Η γραπτή ειδοποίηση μπορεί να συνοδεύεται με τηλεφωνική κλήση για τον προγραμματισμό κατ’ ιδίαν συνάντησης, στην οποία και θα συμφωνηθεί η επόμενη ημερομηνία επικοινωνίας για τη στενή παρακολούθηση της κατάστασης.
(β) Επικοινωνία μετά την πρώτη υποχρεωτική γραπτή ειδοποίηση του Σταδίου 1
Αν παρέλθουν:
(i) δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την αποστολή της ως άνω υποχρεωτικής γραπτής ειδοποίησης χωρίς ο δανειολήπτης να ανταποκριθεί ή
(ii) η τεθείσα προθεσμία για να προβεί σε μία εκ των ενεργειών της ενότητας ΣΤ.4(ζ) υπό στοιχείο (θθ),
το ίδρυμα οφείλει να του αποστείλει εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από το πέρας των παραπάνω προθεσμιών, προειδοποιητική επιστολή για την προοπτική και τις συνέπειες του χαρακτηρισμού του ως μη συνεργάσιμου. Στην προειδοποιητική επιστολή περιλαμβάνονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παρ. 1 της ενότητας Ζ κατωτέρω.
Η παρούσα παράγραφος (β) εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις δανειοληπτών, των οποίων ο αποχαρακτηρισμός ως συνεργάσιμων μπορεί να έχει συνέπεια τον εκπλειστηριασμό της μοναδικής κατοικίας του δανειολήπτη με νομικές διαδικασίες που προτίθεται να κινήσει το ίδρυμα.
(γ) Επικοινωνία με δανειολήπτες με καθυστερήσεις ήδη κατά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα
Αν η καθυστέρηση υπερβαίνει ήδη τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες κατά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα, αποστέλλεται η γραπτή ειδοποίηση της παρ. (α) όχι αργότερα από έξι (6) μήνες από της ισχύος του Κώδικα και παρέχεται προθεσμία δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών στον δανειολήπτη να ενταχθεί στο στάδιο 2 της Δ.Ε.Κ. υποβάλλοντας:
(αα) εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο, συμπληρωμένη την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» στο ίδρυμα,
(ββ) εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, τα στοιχεία τα οποία ζητούνται από το ίδρυμα για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας νομικού προσώπου, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που το ίδρυμα ακολουθεί για την αξιολόγηση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος (απόφαση ΠΕΕ 42/30.05.2014) και την παρ. 3, περίπτωση β, του παρόντος Κώδικα.
Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης, αποστέλλεται εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας, ειδικά στις περιπτώσεις δανειοληπτών, των οποίων ο αποχαρακτηρισμός ως συνεργάσιμων μπορεί να έχει συνέπεια τον εκπλειστηριασμό της κατοικίας που οι ίδιοι διαμένουν, με νομικές διαδικασίες που προτίθεται να κινήσει το ίδρυμα, η προειδοποιητική επιστολή της ανωτέρω παραγράφου (β).
2. Στάδιο 2: Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών από τον δανειολήπτη
(α)Το ίδρυμα οφείλει να παραλαμβάνει, με απόδειξη παραλαβής, τη συμπληρωμένη από τους δανειολήπτες- φυσικά πρόσωπα «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» του Παραρτήματος 1, ή την οικονομική κατάσταση πληροφόρησης που υποβάλλεται από νομικό πρόσωπο.
(β) Το ίδρυμα δύναται να απαιτεί από τον δανειολήπτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να παρέχει υποστηρικτικά στοιχεία/δικαιολογητικά, αναγκαία, για την επιβεβαίωση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν, καθορίζοντας προθεσμία προσκόμισης αυτών ανάλογη του χρόνου που απαιτείται για την έκδοση ή τη διαθεσιμότητά τους, οπότε οι προθεσμίες που τίθενται στον παρόντα Κώδικα παρατείνονται αναλόγως.
(γ) Κάθε ίδρυμα μεριμνά για την και από άλλες πηγές συλλογή επαρκούς, πλήρους και ακριβούς πληροφόρησης για τα οικονομικά δεδομένα του δανειολήπτη, πέραν της ως άνω Κατάστασης, προκειμένου να αξιολογεί την καταλληλότητα εναλλακτικών λύσεων ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης.
(δ) Η πληροφόρηση θα φυλάσσεται από το ίδρυμα και σε ηλεκτρονική μορφή, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας.
3. Στάδιο 3: Αξιολόγηση οικονομικών στοιχείων
Κάθε ίδρυμα αξιοποιεί τα υποβληθέντα από τον δανειολήπτη οικονομικά στοιχεία και κάθε διαθέσιμη από άλλες πηγές πληροφόρηση ώστε να αξιολογούνται, κατ’ ελάχιστον, τα εξής:
(α) Για κάθε κατηγορία δανειολήπτη (φυσικό ή νομικό πρόσωπα):
(αα) η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη,
(ββ) το συνολικό ύψος και τη φύση των χρεών του δανειολήπτη περιλαμβανομένων τυχόν οφειλών του έναντι άλλων ιδρυμάτων,
(γγ) η τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη,
(δδ) το ιστορικό οικονομικής συμπεριφοράς του δανειολήπτη και,
(εε) η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών εκ μέρους του δανειολήπτη.
Η εκτίμηση υπό στοιχείο (εε) πραγματοποιείται, λαμβάνοντας υποχρεωτικώς υπόψη και το επίπεδο των «εύλογων δαπανών διαβίωσης», εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο.
(β) Στην περίπτωση που ο δανειολήπτης αποτελεί επιχείρηση (ανεξάρτητα από τη νομική μορφή αυτής) αξιολογούνται συμπληρωματικά, επιπροσθέτως, τα εξής τουλάχιστον:
(αα) το υποβαλλόμενο επιχειρηματικό σχέδιο ή σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης ή του ομίλου,
(ββ) η ιδία συμμετοχή των βασικών μετόχων στο χρηματοδοτικό πλάνο του επενδυτικού σχεδίου,
(γγ) οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου της επιχείρησης,
(δδ) οι όποιες εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης ότι υφίσταται δυνατότητα εξυπηρέτησης του ανειλημμένου χρέους,
(εε) οι παράγοντες κινδύνου του επιχειρηματικού σχεδίου, οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη δυνατότητα αποπληρωμής και τα πιθανά μέτρα αποφυγής αυτών των κινδύνων και των επιπτώσεών τους.
4. Στάδιο 4: Πρόταση κατάλληλης λύσης ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης
(α) Μετά την ανωτέρω αξιολόγηση κάθε ίδρυμα προτείνει, χωρίς αυτό να θεωρείται νέα υπηρεσία προς τον δανειολήπτη, φυσικό ή νομικό πρόσωπο που καλύπτεται από τον παρόντα Κώδικα και θεωρείται συνεργάσιμος, μία ή περισσότερες εναλλακτικές λύσεις ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης στον δανειολήπτη.
(β) Για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων διατάξεις κατευθυντήριες γραμμές της ΠΕΕ 42/30.5.2014 . Η αξιολόγηση πρέπει να βασίζεται σε καθορισμένα και διαφανή κριτήρια και διαδικασίες που το ίδρυμα διαθέτει με βάση την ΠΕΕ 42/30.05.2014 .
(γ) Κάθε ίδρυμα καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη καθ’ όλη τη διαδικασία αξιολόγησης προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση.
(δ) Κάθε ίδρυμα οφείλει να διενεργεί την αξιολόγησή του, λαμβάνοντας υπόψη τόσο ιστορικά στοιχεία όσο και αξιόπιστες προβλέψεις. Για το σκοπό αυτό, το ίδρυμα οφείλει να εξηγεί στον δανειολήπτη τα πλεονεκτήματα και την αναγκαιότητα να παραμείνει συνεργάσιμος και να παρέχει σε εύθετο χρόνο, την συμπληρωματική πληροφόρηση που είναι αναγκαία προκειμένου να μπορεί το ίδρυμα να αξιολογήσει ιδίως τα προβλεπόμενα έσοδα και έξοδα του δανειολήπτη, καθώς και τα ελεύθερα επιβαρύνσεων περιουσιακά του στοιχεία.
(ε) Κάθε ίδρυμα προβαίνει σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού/-ών στοιχείου/-ων του δανειολήπτη που θα μπορούσε/-αν με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει/-ουν πρόσθετη/ες εξασφάλιση/-εις).
Κάθε μία από τις εκτιμώμενες αξίες γνωστοποιείται γραπτώς στον δανειολήπτη, ταυτοχρόνως με την παρουσίαση της προτεινόμενης λύσης ρύθμισης/οριστικής διευθέτησης.
(στ) Κάθε ίδρυμα παρουσιάζει στον συνεργάσιμο δανειολήπτη εντός γνωστοποιούμενου σε αυτόν και ευλόγου μετά τη λήψη των οικονομικών και άλλων πληροφοριών και την αξιολόγησή τους χρόνου, όπως προβλέπεται στο Στάδιο 2, την προτεινόμενη ή τις εναλλακτικά προτεινόμενες σε αυτόν λύσεις ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης (βλ. ενδεικτικούς τύπους στο Παράρτημα 2) με το «Τυποποιημένο Έγγραφο Πρότασης Λύσεων Ρύθμισης ή Οριστικής Διευθέτησης». Ο χρόνος αυτός προκειμένου περί δανειοληπτών – φυσικών προσώπων δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
(ζ) Το «Τυποποιημένο Έγγραφο Πρότασης Λύσεων Ρύθμισης ή Οριστικής Διευθέτησης» περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τα εξής:
(αα) Περιγραφή των όρων της/των προτεινόμενης/-ων λύσης/-εων (π.χ. επιτόκιο, χρονική διάρκεια περιόδου χάριτος, αξία επαναγοράς περιουσιακού στοιχείου σε περίπτωση χρηματοδοτικής μίσθωσης κ.λ.π.).
(ββ) Την ένδειξη ότι αυτό συντάσσεται στο πλαίσιο των διατάξεων του Κώδικα.
(γγ) Αναφορά των κριτηρίων αξιολόγησης της καταλληλότητας της προτεινόμενης/-ων λύσεων. Στην περίπτωση που προσφέρεται ως κατάλληλη μόνο λύση οριστικής διευθέτησης θα αναφέρονται τα κριτήρια, βάσει των οποίων αποκλείστηκε η εξεύρεση κατάλληλης λύσης ρύθμισης.
(δδ) Επεξήγηση των επιπτώσεων κάθε εναλλακτικής λύσης, για την ευχερέστερη κατανόηση και σύγκριση του είδους και του ύψους του κόστους, εξόδων και επιβαρύνσεων των εναλλακτικών, στο μέτρο που ευλόγως μπορεί να εκτιμηθούν, το υπόλοιπο οφειλής που τυχόν θα πρέπει να αποπληρωθεί και μετά την υλοποίηση των λύσεων αυτών.
(ηη) Ενημέρωση για το δικαίωμα του δανειολήπτη να αναζητήσει συμβουλή ανεξάρτητου φορέα για την υποβοήθησή του στη λήψη απόφασης, ή αντιπρότασης, εάν αυτός το κρίνει απαραίτητο.
(θθ) Ενημέρωση για τη δυνατότητα του δανειολήπτη να προβεί εντός προθεσμίας, όχι μεγαλύτερης των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, σε μία εκ των παρακάτω ενεργειών:
(i) να παράσχει τη συναίνεσή του στην προτεινόμενη ή σε μία από τις προτεινόμενες λύσεις ή
(ii) να αντιπροτείνει γραπτώς ή
(iii) να δηλώσει γραπτώς ότι αρνείται να συναινέσει με οποιαδήποτε πρόταση,
(ιι) Ενημέρωση για τα επόμενα βήματα ή και τις έννομες συνέπειες, σε κάθε μία εκ των περιπτώσεων ανωτέρω (όπως λ.χ. το χρονικό διάστημα μετά το οποίο μπορεί να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης εξασφαλίσεων ) καθώς και για το δικαίωμα του δανειολήπτη να υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων του ιδρύματος εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τη Δ.Ε.Ε. του ιδρύματος.
(κκ) Επισήμανση για τη σημασία της έγκαιρης ενημέρωσης του ιδρύματος σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη , βάσει της οποίας αξιολογήθηκε η προτεινόμενη λύση, μεταβληθεί.
(η) Κατά την παρουσίαση της προτεινόμενης ή των εναλλακτικά προτεινόμενων λύσεων, κάθε ίδρυμα είναι δεκτικό σε σχόλια και ερωτήματα από τους δανειολήπτες παρέχοντας όσο το δυνατόν πιο τυποποιημένη και εύληπτη πληροφόρηση στον δανειολήπτη, προκειμένου αυτός να κατανοήσει την πρόταση ή και τις διαφορές τόσο μεταξύ των εναλλακτικά προτεινόμενων λύσεων, σε περίπτωση που υφίστανται περισσότερες από μία, όσο και μεταξύ των υφιστάμενων και νέων όρων αποπληρωμής των οφειλών.
5. Στάδιο 5: Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων
Κάθε ίδρυμα οφείλει να καθορίζει με σαφήνεια τη Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων (Δ.Ε.Ε.) επί της υπαγωγής του δανειολήπτη στο κεφάλαιο Ζ και να την γνωστοποιεί,
δεόντως, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτόν, διασφαλίζοντας, επιπροσθέτως, σε κάθε δανειολήπτη που καλύπτεται από τον Κώδικα:
(α) άμεση και εύκολη πρόσβαση σε προκαθορισμένα σημεία επικοινωνίας με το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο να εμπλέκεται στη «Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων»,
(β) τυποποιημένα Έγγραφα Ενστάσεων,
(γ) την με βεβαίωση παραλαβής παραλαβή των ενστάσεων και την διαβίβασή τους αμελλητί στην Επιτροπή Ενστάσεων και
(δ) την προηγούμενη ενημέρωση για τυχόν απαιτούμενα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εξέταση της ένστασης, και τις προθεσμίες για την υποβολή – εξέταση των ενστάσεων.
Η απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων αναφορικά με την ένσταση δεν δύναται να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες, παρέχεται γραπτώς και είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Ο δανειολήπτης μπορεί να προσφύγει στη Διαδικασία αυτή, μία φορά.
Εφόσον η ένσταση γίνει αποδεκτή, το ίδρυμα γνωστοποιεί τις διορθωτικές ενέργειες, στις οποίες προτίθεται να προβεί ή την τυχόν αναθεωρημένη λύση και το στάδιο στο οποίο «παραπέμπεται» εκ νέου η περίπτωση του δανείου του (π.χ. επαναφορά στο Στάδιο 3 ή επανάληψη του Σταδίου 4).
Ζ. Χειρισμός μη Συνεργάσιμου Δανειολήπτη
1. Πριν το ίδρυμα κατηγοριοποιήσει δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμο οφείλει να τον ενημερώσει γραπτώς ως προς τα εξής:
(α) ενδεχόμενες ενέργειες στις οποίες ο δανειολήπτης θα μπορούσε, να προβεί και την σχετική προθεσμία, για να αποφύγει αυτή την εξέλιξη και την επισήμανση ότι εφόσον δεν τις πραγματοποιήσει θα κατηγοριοποιηθεί ως μη συνεργάσιμος χωρίς άλλη ειδοποίηση.
(β) Τα μέτρα που μπορεί να λάβει το ίδρυμα ως αποτέλεσμα του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου.
(γ) Την ενημέρωση της δυνατότητας του δανειολήπτη να έχει συμβουλευτική, νομική ή οικονομική υποστήριξη από δημόσιους φορείς που λειτουργούν για τους σκοπούς εφαρμογής του Ν. 4224/2013 ή άλλων σχετικών διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
(δ) Αν μετά την ρευστοποίηση το τυχόν υπόλοιπο του δανείου σε καθυστέρηση θα εξακολουθεί να αποτελεί εκτοκιζόμενη απαίτηση του ιδρύματος.
2. Μετά την κατηγοριοποίηση ενός δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου, το ίδρυμα οφείλει να τον ενημερώσει για το γεγονός αυτό εντός δέκα πέντε (15) ημερολογιακών ημερών γραπτώς και να γνωστοποιήσει, κατ’ ελάχιστον, τα εξής:
(α) Το γεγονός ότι έχει ταξινομηθεί ως μη συνεργάσιμος και τον/τους ειδικότερο/-ους λόγους για την κατάταξή του ως μη συνεργάσιμου.
(β) Τις λεπτομέρειες αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα, με βάση το οποίο το ίδρυμα προτίθεται να κινηθεί στο μέλλον (π.χ. διαδικασία ρευστοποίησης).
(γ) Τον κίνδυνο εκποίησης από το ίδρυμα τυχόν εξασφαλίσεων που έχουν παρασχεθεί από τους εγγυητές.
(δ) Αν ο δανειολήπτης και τυχόν εγγυητές θα εξακολουθούν να είναι υπόχρεοι για τυχόν εναπομένον υπόλοιπο μετά την ενδεχόμενη εκποίηση εξασφαλίσεων, καθώς και τον τρόπο και το επιτόκιο που αυτό θα εκτοκίζεται.
(ε) Το ενδεχόμενο τυχόν ανώτατα όρια χρεώσεων ή και προσαυξήσεων, προβλεπόμενα στη σύμβαση, να παύσουν να ισχύουν, υπό την επιφύλαξη της ισχύουσας νομοθεσίας.
3. Το κεφάλαιο αυτό εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δανειοληπτών, των οποίων ο αποχαρακτηρισμός ως συνεργάσιμων μπορεί να έχει συνέπεια τον εκπλειστηριασμό της μοναδικής κατοικίας του δανειολήπτη.
Η. Πολλαπλοί Πιστωτές
Σε περιπτώσεις κοινών, αναφορικά με δανειολήπτη που εμπίπτει στον Κώδικα, πιστωτών, τα ιδρύματα συστήνεται να επιδιώκουν την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης υιοθετώντας τις βέλτιστες πρακτικές του Παραρτήματος 3.
Θ. Δάνειο που υπάγεται σε ευνοϊκό νομικό καθεστώς
1. Οι διατάξεις του Κώδικα που αφορούν τα στάδια 4 και 5 και την ενότητα Ζ δεν εφαρμόζονται εάν ο δανειολήπτης επιλέξει εξωδικαστική επίλυση της οφειλής με διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη νομοθεσία ή επιδιώξει, μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα, την προστασία άλλων νομικών διατάξεων, ανεξαρτήτως εάν οι εν λόγω διατάξεις επιφυλάσσουν σε δάνειο ή δανειολήπτη μεταχείριση ευνοϊκότερη ή μη σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος.
2. Κάθε ίδρυμα οφείλει να χειρίζεται με διακριτό τρόπο τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην παρ. 1 για την ευχερέστερη επίδειξη συμμόρφωσης προς έκαστο εκ των διακριτών θεσμικών πλαισίων.
Ι. Εγγυητής
Για τους σκοπούς του Κώδικα, κάθε διάταξη που εφαρμόζεται επί δανειολήπτη με οφειλές σε καθυστέρηση άνω των τριάντα(30) ημερών νοείται ότι εφαρμόζεται και επί του/των εγγυητή/-ών, εφόσον:
(α) προβλέπεται ήδη ρητά από τη δανειακή σύμβαση ότι ο εγγυητής υποκαθιστά τον δανειολήπτη στις υποχρεώσεις του καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής
(β) ανεξάρτητα από το εάν προβλέπεται ρητά από τη δανειακή σύμβαση ότι ο εγγυητής υποκαθιστά τον δανειολήπτη στις υποχρεώσεις του καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής, έχουν υλοποιηθεί όλες οι προβλεπόμενες από τη Δ.Ε.Κ. ενέργειες μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη, συμπεριλαμβανομένης της Δ.Ε.Ε.και δεν έχει υπάρξει συμφωνία μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη.
ΙΑ. Επίδειξη Συμμόρφωσης
1. Κάθε ίδρυμα οφείλει να είναι σε θέση να αποδεικνύει στην Τράπεζα της Ελλάδος ότι έχει θεσπίσει σύστημα και διαδικασίες εφαρμογής του παρόντος Κώδικα καθώς και εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου της εφαρμογής αυτού και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας, ώστε να διασφαλίζεται η σύννομη και συνεπής αντιμετώπιση των δανειοληπτών σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Για το σκοπό αυτό κάθε ίδρυμα:
(α) Τηρεί πλήρες αρχείο για ελάχιστη περίοδο έξι (6) ετών από την ημερομηνία που κάθε στοιχείο περιήλθε στην κατοχή του και όλα τα στοιχεία κάθε δανειολήπτη για τουλάχιστον έξι (6) έτη μετά τη λήξη της συνεργασίας του με αυτόν.
(β) Διασφαλίζει την προσβασιμότητα, την ποιότητα, την πληρότητα και την εγκυρότητα όλων των σχετικών στοιχείων.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί και ελέγχει: α) τον τρόπο εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας και β) την πλήρη και αποτελεσματική θέσπιση συστημάτων, απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις: α) σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας και β) στις περιπτώσεις διαπίστωσης αδυναμιών των συστημάτων.
3. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών που προκύπτουν μεταξύ δανειστών και οφειλετών που προκύπτουν από την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας.
Τα Παραρτήματα 1 έως 3 αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Πράξης.
Οι διατάξεις της παρούσας τίθενται σε ισχύ από 31.12.2014.
4. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος να παρέχει διευκρινίσεις και οδηγίες για την εφαρμογή της παρούσας.
Η παρούσα να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2
ΤΥΠΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
1. Στο Παράρτημα αυτό αναφέρονται ενδεικτικά οι πλέον συνήθεις στη διεθνή πρακτική τύποι ρυθμίσεων για δανειολήπτη ο οποίος βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και αδυνατεί να ανταποκριθεί στους υφιστάμενους όρους της πιστοδότησης. Σκοπός του παρόντος δεν είναι η εξαντλητική παράθεση όλων των δυνατών τύπων ρυθμίσεων, αλλά η επιδίωξη μιας ελάχιστης τυποποίησης εκείνων που τυγχάνουν ευρείας εφαρμογής, για σκοπούς συγκρισιμότητας, διαφάνειας και καλύτερης παρακολούθησης της αποτελεσματικότητάς τους, ανά πιστωτικό ίδρυμα και σε επίπεδο συστήματος.
Τμήμα Ι – Τύποι βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων
2. Ως βραχυπρόθεσμοι τύποι ρυθμίσεων θεωρούνται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις που οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται, βάσιμα, προσωρινές. Παράλληλα, μπορεί να συμφωνείται νέο πρόγραμμα αποπληρωμής του υπολοίπου, μετά τη λήξη της βραχυπρόθεσμης περιόδου, με βάση συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
(α) Τόκοι μόνο (“Interest Only”): Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(β) Μειωμένες δόσεις (“Reduced Payment”): Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(γ) Περίοδος χάριτος (“Grace Period”): παρέχει στο δανειολήπτη τη δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών.
(δ) Αναβολή Πληρωμής Δόσης/Δόσεων (“Skip Payment(s)”): παρέχεται, συμβατικά, η δυνατότητα στο δανειολήπτη να μεταφέρει χρονικά μία δόση του δανείου.
(ε) Τακτοποίηση Καθυστερούμενου Υπολοίπου (“Arrears Settlement”): τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο.
(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών (“Arrears Capitalization”): Η κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
Τμήμα ΙΙ – Τύποι μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων
3. Κατατάσσονται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό, ενδεχόμενα, με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας, σε κάθε περίπτωση υπόψη, συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου (“Interest Rate Reduction”): Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του επιτοκιακού περιθωρίου.
(β) Αλλαγή Τύπου Επιτοκίου (“Interest Rate Type Change”): Αλλαγή του τύπου επιτοκίου, από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα.
(γ) Παράταση της διάρκειας (“Loan Term Extension”): Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου (δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης του δανείου).
(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης (“Split Balance”): Όταν ένα ΠΙ συμφωνεί να διαχωρίσει ένα πχ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα (“tranches”):
i. ένα ενυπόθηκο δάνειο, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού, και
ii. στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δυο μέρη.
(ε) Μερική διαγραφή χρεών (“Partial Debt Forgiveness/Write Down”): Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του ΠΙ, ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος, που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση (“Additional Collateralization”): Όταν λαμβάνονται πρόσθετες εξασφαλίσεις από το δανειολήπτη, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, ευνοϊκότερης για τον δανειολήπτη, ρύθμισης.
(ζ) Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης (“Operational Restructuring”): Αλλαγή της διοίκησης της επιχείρησης όταν οι πιστώτρια/ες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν συνιστά από μόνης της τύπο ρύθμισης για τους σκοπούς παραγωγής αναφορών της παρούσας, αλλά δύναται να συνδυάζεται με τις υπόλοιπες επιλογές ρύθμισης.
(η) Συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο (“Debt/equity swaps”): Εφαρμόζεται σε αναδιαρθρώσεις εταιριών, όπου μέρος του χρέους μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο και το ΠΙ καθίσταται μέτοχος της επιχείρησης, ώστε το υπόλοιπο του χρέους να μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές του δανειολήπτη.
Τμήμα IΙΙ – Τύποι Οριστικής Διευθέτησης
4. Ως τύπος οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ ΠΙ και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του ΠΙ έναντι του δανειολήπτη και η οποία
μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στο ΠΙ προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη της απαίτησης. Παρατίθενται ενδεικτικά λύσεις που προσφέρονται στο πλαίσιο των διεθνών πρακτικών, η υιοθέτηση εκάστης εξ αυτών, όμως, εξετάζεται κάθε φορά σε σχέση με τις προβλέψεις του ελληνικού δικαίου:
(α) Εθελοντική Παράδοση Ενυπόθηκου Ακινήτου (“Voluntary Surrender”): Ο δανειολήπτης, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους αποπληρωμής ενυπόθηκου δανείου, παραχωρεί εθελοντικά (χωρίς να απαιτηθεί η προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του ΠΙ), την κυριότητα του υπέγγυου ακινήτου στο ΠΙ. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(β) Μετατροπή σε Χρηματοδοτική Μίσθωση (“Mortgage to Lease”): Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στο ΠΙ υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).
(γ) Πώληση και ενοικίαση (“Mortgage to Rent”): Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στο ΠΙ είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για μια ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(δ) Μεταβίβαση/Πώληση του δανείου/Αναπροσαρμοσμένο Υπόλοιπο (“Outright Sale/Disposal/Discounted Pay-off”): Η μεταβίβαση του δανείου σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.
(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας (“Trade Down”): Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσει αγοράζοντας νέα χαμηλότερης αξίας.
(στ) Διαχείριση σε εκκαθάριση: Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η απαίτηση του ΠΙ αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
(ζ) Ρευστοποίηση Εξασφαλίσεων: Ορίζεται η κατάσταση στην οποία το ΠΙ, έχοντας καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, εκκινεί διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων για την ικανοποίηση της απαίτησής του.
(η) Δικαστικές/Νομικές Ενέργειες: Ορίζονται οι ενέργειες οριστικής διευθέτησης που μπορεί να λαμβάνονται σε περίπτωση απουσίας ή εξάντλησης των εξασφαλίσεων και αφορούν την εκκίνηση δικαστικών ενεργειών έναντι περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη για την κάλυψη των απαιτήσεων του ΠΙ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3
Προσέγγιση της International Association Of Restructuring, Insolvency & Bankruptcy Professionals (INSOL) σε Περιπτώσεις Πολλαπλών Πιστωτών
Πρώτη αρχή: Όταν ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, όλοι οι εμπλεκόμενοι πιστωτές θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν μεταξύ τους, ούτως ώστε να υπάρξει επαρκής χρόνος (“περίοδος αναστολής”, “standstill period”) προκειμένου να ληφθούν και να αξιολογηθούν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, καθώς και για την προετοιμασία και την αξιολόγηση προτάσεων για την διευθέτηση των απαιτήσεών τους έναντι του δανειολήπτη
Δεύτερη αρχή: Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, όλοι οι εμπλεκόμενοι πιστωτές συμφωνούν να απέχουν από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων που έχουν σκοπό τη μείωση της απαίτησής τους προς τον δανειολήπτη.
Τρίτη αρχή: Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, ο δανειολήπτης δεσμεύεται να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις απαιτήσεις των εμπλεκόμενων πιστωτών σε σχέση με την κατάσταση κατά την ημερομηνία έναρξης της περιόδου αναστολής.
Τέταρτη αρχή: Τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων πιστωτών εξυπηρετούνται καλύτερα, όταν συντονίζονται ως προς τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τον δανειολήπτη. Ο συντονισμός αυτός είναι δυνατόν να διευκολύνεται, όταν συστήνονται συντονιστικές επιτροπές με εκπροσώπους των εμπλεκόμενων πιστωτών λαμβάνοντας υποστήριξη και επαγγελματιών συμβούλων.
Πέμπτη αρχή: Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, οι πιστωτές πρέπει να καλέσουν τον δανειολήπτη να παρέχει και να επιτρέπει στους εμπλεκόμενους πιστωτές ή/και επαγγελματίες συμβούλους τους λογική και έγκαιρη πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν την οικονομική του κατάσταση, ώστε να καθίσταται δυνατή η καλύτερη αξιολόγησή της για την εξέταση βιώσιμων προτάσεων διευθέτησης των απαιτήσεων των εμπλεκόμενων πιστωτών.
Έκτη αρχή: Οι προτάσεις για την διευθέτηση των απαιτήσεων των εμπλεκόμενων πιστωτών έναντι του δανειολήπτη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ισχύουσα νομοθεσία ως προς την ιεράρχηση των απαιτήσεων.
Έβδομη αρχή: Οι πληροφορίες που συλλέγονται για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας καθώς και τυχόν προτάσεις για την επίλυση των οφειλών, θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε όλους τους εμπλεκόμενους πιστωτές, οι οποίοι θα πρέπει να τις χειρίζονται ως εμπιστευτικές, εκτός εάν αφορούν πληροφορίες ήδη δημόσια διαθέσιμες.
Όγδοη αρχή: Εάν έχει χορηγηθεί πρόσθετη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής στο πλαίσιο τύπου ρύθμισης είναι εύλογο να εξοφλείται κατά προτεραιότητα σε σχέση με τις λοιπές απαιτήσεις των εμπλεκόμενων πιστωτών.
27/8/2014
Πηγή: www.imerisia.gr