Η μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους του εισοδήματος ενός προσώπου που ασκεί ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα[1] στο κράτος με τον νέο ασφαλιστικό νόμο 4387/2016, μετά την 1/1/2017, σε συνδυασμό και με την υπέρμετρη φορολογική του επιβάρυνση, είναι πλέον γεγονός.
Οι ασφαλιστικές εισφορές των υπόχρεων, θα υπολογίζονται επί του φορολογητέου εισοδήματος, δίκην φορολογίας και μοιραία θα προστίθενται στο γενικότερο φορολογικό άχθος του αυτοαπασχολούμενου πολίτη στον ιδιωτικό τομέα.
Κυρίως δε, αναφερόμαστε σε αυτόν που παρέχει υπηρεσίες και αμείβεται με έκδοση τιμολογίου (και όχι «δελτίου παροχής υπηρεσιών», όπως ατυχώς αναφέρεται στον νόμο και στη σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου)[2], για τον οποίο προκύπτει ότι το εισόδημά του προέρχεται από την παροχή των υπηρεσιών του σε περισσότερες από δύο επιχειρήσεις ή «εργοδότες», όρος που επίσης ατυχώς χρησιμοποιείται για το επίμαχο θέμα (παρ. 9, άρθρο 39, Ν 4387/2016). Συνεπώς, αναφερόμαστε στους πρώην ελεύθερους επαγγελματίες [3] , όπως έχουμε συνηθίσει τον όρο (δείτε πάλι την υποσημείωση 1).
Ο νέος τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών είναι όντως ένα θέμα που θα πρέπει να αναλυθεί και να εξεταστεί με κοινωνικούς αλλά και με οικονομικούς όρους, στη βάση, τόσο των ζητημάτων που αφορούν στην επιβίωση αυτών των επαγγελμάτων, όσο και στο θέμα της συγκέντρωσης των απαιτούμενων εσόδων για την διατήρηση στην ζωή του ασφαλιστικού συστήματος.
Γενικώς ισχύει, ότι ο στόχος του κράτους είναι να εισπραχθούν έσοδα από τους απασχολούμενους – ασφαλισμένους για το ασφαλιστικό σύστημα, ώστε αυτό να είναι βιώσιμο και να αποδίδει στο κοινωνικό σύνολο την ανταποδοτικότητα διαχρονικά (συντάξεις), αλλά και σε τρέχοντα χρόνο, σε ότι αφορά την περίθαλψη και την κοινωνική πρόνοια.
Σε κάθε περίπτωση, όταν ο ασφαλιστικός νόμος είναι ταυτοχρόνως και φορολογικός, στοχεύει μεν στην λύση τόσων προβλημάτων που είχαν συσσωρευτεί στο παρελθόν, στο ασφαλιστικό σύστημα, ωστόσο θα πρέπει (ή θα έπρεπε) να σταθμίσει και τις λοιπές παραμέτρους.
Η αφαίρεση μεγάλου πλέον μέρους του εισοδήματος της μεσαίας τάξης και η μεταφορά του στο κράτος, το οποίο υπό αυτή την έννοια, καθίσταται «συνδιαχειριστής» των οικογενειακών προϋπολογισμών των αυτοαπασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα, μειώνει την δυνατότητα και τις ευκαιρίες κατανάλωσης (δεν συζητάμε για αποταμίευση), χτίζοντας πιο γερά θεμέλια στο απεχθές «οικοδόμημα» της λιτότητας.
Ο «ελεύθερος επαγγελματίας», ο αυτοαπασχολούμενος επιστήμονας, δεν κάνει διάκριση αν το Α ποσό αφορά φόρους και το Β ποσό αφορά εισφορές. Αμφότερα περιορίζουν την καταναλωτική του διάθεση και ικανότητα, γεγονός που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και πολλαπλασιαστικές, προς τα κάτω, επιδράσεις στο λιανικό εμπόριο.
Η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης θα επιφέρει πλήγμα στην βάση της οικονομίας, καταγράφοντας περιορισμό στα έσοδα από τον ΦΠΑ (και τους λοιπούς έμμεσους φόρους), αλλά και στα έσοδα από την άμεση φορολογία, αφού θα συρρικνωθούν τα φορολογητέα κέρδη των επιχειρήσεων, λόγω της πτώσης του κύκλου εργασιών.
Επιπλέον, υπάρχει και η άλλη, ακόμη πιο αρνητική διάσταση του θέματος, όπου μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων θα υποχρεωθεί σε διακοπή εργασιών και αναζήτηση ενός άλλου τρόπου δημιουργίας κάποιου εισοδήματος επιβίωσης, γεγονός που θα διευρύνει το φάσμα της «μαύρης» οικονομίας.
Δεν γνωρίζω ποια μπορεί να είναι η διέξοδος.
Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του φορολογητέου εισοδήματος και όχι με τεκμαρτό τρόπο και ασφαλιστικές κλάσεις, όπως γινόταν μέχρι τώρα στη χώρα μας.
Δεν αντιλέγει κανείς ως προς το σύστημα.
Το θέμα είναι πώς το εφαρμόζεις!
Με ποια κλίμακα και ποιους συντελεστές…
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, σε πρώτη φάση, το ασφαλιστικό σύστημα να «πάρει» με τον νέο αυτόν τρόπο, τα έσοδα που μέχρι τώρα εισέπραττε, ώστε να μην αναταράξει σε τέτοιο βαθμό τις ισορροπίες. Στη συνέχεια και εφόσον οι συνθήκες θα το επέτρεπαν, θα μπορούσαν να γίνουν σχετικές προσαρμογές.
Αν ο στόχος είναι μονοσήμαντος και κατευθύνεται αποκλειστικά στην συγκέντρωση εσόδων για το ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς να σταθμίζονται και οι λοιπές παράμετροι στην οικονομία, είναι βέβαιον ότι θα καταλήξουμε στην «πτωχοποίηση» της μεσαίας τάξης, στην περαιτέρω συρρίκνωση των εισοδημάτων της και εξ αυτού του λόγου, στην εξαφάνιση του «αιμοδότη» του λιανικού εμπορίου και της καταναλωτικής αγοράς, γενικότερα.
Η μεσαία επαγγελματική τάξη θα το αντιληφθεί όταν θα αναρτηθούν τα σημειώματα για την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών.
Η πολιτεία όμως,όταν θα το αντιληφθεί, θα είναι πλέον αργά…
Νίκος Σγουρινάκης
[1] Ο όρος «ελεύθερος επαγγελματίας» αναπαράγεται σήμερα, σε νομοθετήματα και εγκυκλίους, εκ του γεγονότος ότι, αφενός μεν έχουμε συνηθίσει στην καθημερινότητα την συγκεκριμένη φράση, αφετέρου δε, μας παρασύρει η ονομασία του Ασφαλιστικού Φορέα ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών), που ωστόσο, καταργείται την 31/12/2016. Από 1/1/2017, ως γνωστό, συνιστάται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΕΦΚΑ), το οποίο θα τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας κ.λπ.. Κατά την ως άνω ημερομηνία, οπότε και αρχίζει η λειτουργία του παραπάνω Φορέα, εντάσσονται σε αυτόν αυτοδικαίως, οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του νέου ασφαλιστικού νόμου, οπότε ο ΕΦΚΑ καθίσταται καθολικός διάδοχος αυτών.
Ωστόσο, γεγονός είναι, ότι ο νέος ΚΦΕ (Ν 4172/2013) έχει εγκαταλείψει τον όρο «ελεύθερος επαγγελματίας», που αποτελούσε διακεκριμένη πηγή εισοδήματος στο προηγούμενο καθεστώς του Ν 2238/1994 (άρθρο 48) και έχει εντάξει όλους τους ασκούντες πρώην ελευθέρια επαγγέλματα, στην κατηγορία «επιχειρηματική δραστηριότητα».
[2] Νόμος 4308/2014 (ΕΛΠ), άρθρο 8: Τιμολόγιο πώλησης.
Τιμολόγιο είναι το στοιχείο που εκδίδεται από την υποκείμενη σε αυτόν το νόμο οντότητα για κάθε πώληση αγαθών και παροχή υπηρεσιών, εντός της χώρας ή άλλης χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προς άλλη χώρα, καθώς και σε κάθε περίπτωση συναλλαγής που υπόκειται σε Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.
[3] Άρθρο 48 του ν.2238/1994 (ο νόμος έχει καταργηθεί με την ν.4172/2013)
1. Εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων είναι οι αμοιβές από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιάτρου, κτηνιάτρου, φυσιοθεραπευτή, βιολόγου, ψυχολόγου, μαίας, δικηγόρου, δικολάβου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, τοπογράφου, χημικού, γεωπόνου, γεωλόγου, δασολόγου, ωκεανογράφου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, ξεναγού, μεταφραστή, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη γλύπτη ή ζωγράφου ή σκιτσογράφου ή χαράκτη, ηθοποιού, εκτελεστή μουσικών έργων ή μουσουργού, καλλιτεχνών των κέντρων διασκέδασης, χορευτή, χορογράφου, σκηνοθέτη, σκηνογράφου, ενδυματολόγου, διακοσμητή, οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, ερευνητή ή συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή ή φοροτέχνη, αναλογιστή, κοινωνιολόγου, κοινωνικού λειτουργού και εμπειρογνώμονα.