Το θέμα που μετ’ επιτάσεως αναπτύσσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ασχολούνται με τα φορολογικά τις τελευταίες ημέρες, είναι αυτό της κατάργησης των τεκμηρίων από το ελληνικό φορολογικό σύστημα.
Τα τεκμήρια στην ελληνική φορολογική νομοθεσία εμφανίστηκαν πρώτη φορά το 1977 και ήρθαν για να μείνουν για περίπου σαράντα χρόνια. Η ανάγκη εφαρμογής τεκμηρίων στον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος βασικά φανέρωνε την αδυναμία της εκάστοτε φορολογικής αρχής, αλλά και τη μη ύπαρξη πολιτικής βούλησης στην πάταξη της φοροδιαφυγής και στην αποκάλυψη του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος του κάθε φυσικού προσώπου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη ότι τα τεκμήρια αφορούν φυσικά και όχι νομικά πρόσωπα. Βέβαια, επειδή το νομικό πρόσωπο υφίσταται για τις ανάγκες του οικονομικού συστήματος, ιδιοκτησιακός δε φορέας αυτού είναι κάποιο φυσικό πρόσωπο (έστω και αν ενδιάμεσα παρεμβάλετε και άλλο νομικό πρόσωπο), τελικά τα τεκμήρια έχουν έμμεση εφαρμογή και στα νομικά πρόσωπα. Έτσι από την 1/1/2014 η ίδρυση επιχειρήσεων, η αύξηση κεφαλαίου, η αγορά μετοχών ή εταιρικών μεριδίων, αποτελούν τεκμήριο για το φυσικό πρόσωπο που θα προβεί σε αυτές της ενέργειες.
Γενικά τα τεκμήρια σε κάποιες περιπτώσεις προσδιορίζουν κατά προσέγγιση το πραγματικό εισόδημα του υπόχρεου, στις περισσότερες όμως είτε απέχουν πολύ από αυτό, είτε δημιουργούν πλασματικό εισόδημα που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, είτε λειτουργούν ως διαλύτης μια οικονομικής συγκυρίας δρώντας αντίθετα από το επιθυμητό αποτέλεσμα και επιφέροντας ουσιαστικά μείωση στα ήδη υφιστάμενα φορολογικά έσοδα. Ας δούμε όμως μερικά παραδείγματα:
· Κατά διαστήματα εφαρμόστηκαν τεκμήρια στην αγορά ακινήτων. Στην ουσία το σύστημα είχε εφαρμογή μετά την εκτίμηση των αστικών κατ’ αρχήν ακινήτων με βάση τις αντικειμενικές αξίες. Οι εφαρμογή των αντικειμενικών αξιών ήρθαν ως ανάγκη της ενιαίας αντιμετώπισης των φορολογουμένων ως προς τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης των ακινήτων, της μη ύπαρξης διαφοροποιήσεων σε όμορα ακίνητα και της αποφυγής διενέξεων μεταξύ φορολογουμένων και φορολογικής αρχής ως προς την πραγματική αξία των ακινήτων. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μέχρι τότε το σύστημα λειτουργούσε με βάση τις συγκριτικές τιμές όμορων ακινήτων που είχε καταγεγραμμένες η Εφορία με συνέπεια να δημιουργούνται μεγάλες αμφισβητήσεις ως προς την πραγματική αξία, κυρίως επειδή οι ελεγκτές πραγματοποιούσαν αυτοψία στο ακίνητο και λάμβαναν υπόψη και τον εξοπλισμό, την ποιότητα των υλικών αλλά και την πιθανή πολυτελή εσωτερική διαρρύθμιση των ακινήτων.
Εν πάση περιπτώσει το σύστημα των αντικειμενικών τιμών λειτούργησε ικανοποιητικά για τον λόγο που αρχικά εξυπηρετούσε, δηλαδή του προσδιορισμού της αξίας του ακινήτου και μόνο. Βέβαια, είναι ένα σύστημα που πρέπει να αναπροσαρμόζει πολύ τακτικά την βασική του μεταβλητή που ακούει στο όνομα «τιμή ζώνης», επειδή η επί χρόνια διατήρηση της ίδιας τιμής απαξιώνει το σύστημα κάνοντάς το τελείως ανεπίκαιρο.
Κάτι τέτοιο συνέβη και με την σύνδεση των τεκμηρίων με τις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων. Έτσι:
o Ανάλογα με την πολιτική συγκυρία η οποία μεταφραζόταν σε συγκεκριμένη φορολογική πολιτική, αγοραστές ακινήτων καλούνταν να αποδείξουν με ποιο τρόπο απέκτησαν τα κεφάλαια αγοράς των ακινήτων, τουλάχιστον στο ύψος της αντικειμενικής τιμής αυτών. Στη διάρκεια των χρόνων όμως οι αγοραστές είτε έπρεπε να καλύψουν κεφάλαια πολύ μικρότερα από την εμπορική αξία των ακινήτων (όταν η αντικειμενική αξία υστερούσε κατά πολύ της εμπορικής), είτε πολύ μεγαλύτερα, ειδικά στη σημερινή συγκυρία όπου οι αντικειμενικές τιμές απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη και στην οδό Μοναστηρίου, στην οποία εδώ και επτά περίπου χρόνια υφίστανται τεράστιες τρύπες του πολυαναμενόμενου μετρό, η γραμμική τιμή ζώνης είναι 2.550 ευρώ. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ένα γραφείο 20 τ.μ. κάκιστης κατασκευής έχει αντικειμενική αξία περίπου 50.000 ευρώ, όταν η εμπορική του μετά βίας θα αγγίξει τις 10.000 ευρώ. Ο υποψήφιος αγοραστής όμως θα πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει το ποσό της αντικειμενικής αξίας, είτε επειδή το έχει συμπεριλάβει στα φορολογητέα εισοδήματά του, είτε επειδή προέρχεται από προϊόν δανεισμού. Στην πραγματικότητα όμως καμία τράπεζα δεν θα δεχθεί να του παρέχει δάνειο στην αντικειμενική αξία του ακινήτου, επειδή επιεικώς είναι παράλογη, το πιο πιθανό δε είναι να μην του παρέχει κανένα δάνειο για καμία αξία του ακινήτου, επειδή τυχών μη αποπληρωμή του δανείου θα «φορτώσει» την τράπεζα με ένα ακόμα άχρηστο ακίνητο για το οποίο θα πρέπει να καταβάλει και όλο το φορολογικό κόστος που θα το συνοδεύει (ΕΝ.Φ.Ι.Α.). Βλέπουμε λοιπόν πως οι φορολογικές αλχημείες της χρησιμοποίησης μιας αλγεβρικής μεθόδου προσδιορισμού κάποιας αξίας ως φορολογικής βάσης για την εφαρμογή ενός φόρου (Φ.Μ.Α., Φορολογία δωρεών, γονικών παροχών, κληρονομιών κλπ.) σε ένα άλλο φορολογικό αντικείμενο και συγκεκριμένα στη φορολογία εισοδήματος δημιουργεί στρεβλώσεις και ουσιαστικά το καθιστά αναποτελεσματικό. Για την ιστορία μέχρι και την 31/12/2013 δεν υφίστατο τεκμήριο για την αγορά κατοικίας. Από την 1/1/2014 και με βάση το Ν. 4172/2013 περί Κ.Φ.Ε. θα πρέπει να δικαιολογηθεί το κεφάλαιο που απαιτείται για την αγορά κάθε ακινήτου.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο νόμος είναι ένα ζωντανό και συνεχώς διαμορφούμενο πλαίσιο που ακολουθεί τις εκάστοτε κοινωνικές μεταβολές και «συμμορφώνεται» στις κοινωνικές αξίες της κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Στην Ελλάδα του θεσμού της ακίνητης ιδιοκτησίας (Η Ελλάδα στην Ευρώπη είναι δεύτερη σε ποσοστό ιδιοκατοίκησης μετά την Ισλανδία), ο κάθε γονιός θεωρεί ως ηθική του υποχρέωση να «αποκαταστήσει» τα παιδία του, ιδιαίτερα αν αυτά είναι θυγατέρες, με την αγορά μιας κατοικίας, Σήμερα, αν οι γονείς θέλουν να αγοράσουν στο όνομα του παιδιού τους, έστω φοιτητού, προστατευόμενου μέλους χωρίς δικά του εισοδήματα, μία κατοικία, θα πρέπει να προβούν πρώτα σε άτυπη δωρεά του ποσού της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, καταβάλλοντας ταυτόχρονα ποσοστό φόρου 10%. Επί πλέον οι γονείς θα πρέπει να αποδείξουν ότι διέθεταν νόμιμα αυτό το ποσό, αλλιώς και πάλι πέφτουμε στην άκαρπη διαδικασία του τραπεζικού δανεισμού που περιγράψαμε πιο πάνω. Τελικά, η όλη αυτή διαδικασία οδηγεί σε ακύρωση της αγοράς περιμένοντας μία φορολογικά καταλληλότερη χρονική στιγμή που σίγουρα κάποτε εκ των πραγμάτων θα έρθει, καταβαραθρώνοντας όμως την κτηματαγορά και αποστερώντας τελικά το κράτος από τεράστια φορολογικά έσοδα. Γενικά, η οικονομική επιστήμη έχει πλήθος εργαλείων με τα οποία μπορεί να προσδιορίσει την αποδοτικότητα ενός φόρου ή μιας φορολογικής πρακτικής. Το «εργαλείο» στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απλό και λέγεται «ελαστικότητα». Με απλά λόγια για τον μη επαΐοντα αναγνώστη, αν η ελαστικότητα είναι μεγαλύτερη της μονάδος το κράτος μπορεί να αυξάνει τον φορολογικό συντελεστή ή την βάση προσδιορισμού του φόρου, επειδή η ζήτηση δεν θα μειωθεί ανάλογα και κατά συνέπεια το κράτος θα εισπράξει περισσότερους φόρους. Αν όμως η ελαστικότητα είναι μικρότερη της μονάδος τότε σε κάθε αύξηση του φόρου ή της βάσης προσδιορισμού του, τα φορολογικά έσοδα θα μειώνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την αύξηση του συντελεστή φορολογίας, οπότε το κράτος πρέπει να προβεί άμεσα στις απαραίτητες διευθετήσεις έτσι ώστε να επανέλθει τουλάχιστον στα πρότερα έσοδα. Η ανούσια επιμονή της εκάστοτε κυβέρνησης, οδηγεί σε μηδενική ελαστικότητα, γεγονός το οποίο φορολογικά σημαίνει ότι ο καταναλωτής έχει αποστασιοποιηθεί τελείως, θεωρεί ότι οι διοικούντες είναι τελείως αναξιόπιστοι αλλάζοντας το φορολογικό σύστημα κατά το δοκούν και απλώς απέχει από κάθε συγκεκριμένη καταναλωτική ενέργεια. Φυσικά η συνέπεια του γεγονότος αυτού σημαίνει μηδενικά φορολογικά έσοδα, ανεξάρτητα της όποιας φιλότιμης προσπάθειας και αν πλέον προβεί η κυβέρνηση. Φοβόμαστε ότι αυτή την χρονική στιγμή η χώρα μας και οι κάτοικοί της διάγουν ακριβώς αυτό το στάδιο.
o Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε με τα τεκμήρια αγοράς ενός ακινήτου και διαπιστώσαμε τις διάφορες στρεβλώσεις σε φορολογικό επίπεδο. Επειδή όμως τα τεκμήρια είναι διττά και εφαρμόζονται και επί του υποτιθέμενου κόστους διατήρησης των περιουσιακών στοιχείων, η εφαρμογή των τεκμηρίων αυτών σε ακίνητα με βάση της αντικειμενική αξία, αποτελεί δυσβάσταχτο βάρος για τους ιδιοκτήτες. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να γίνει κατανοητό από την εκάστοτε κυβέρνηση ότι η αγορά ενός ακινήτου είναι απόφαση και πράξη συγκεκριμένης χρονικής στιγμής και προσωπικής οικονομικής συγκυρίας. Με απλά λόγια για ένα ακίνητο το οποίο αποκτήθηκε το 2005, υφίσταντο τελείως διαφορετικές οικονομικές παραδοχές, δηλαδή οι τράπεζες «εκλιπαρούσαν» να το δανειοδοτήσουν, οι μισθοί και γενικά οι αμοιβές ήταν σε τελείως διαφορετικά επίπεδα από τα σημερινά και οι προοπτικές της χώρας, ένα χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, φαινόταν εκπληκτικές. Σήμερα, μετά τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε, το ακίνητο εξακολουθεί να το χρωστάμε στην τράπεζα, δεν καταβάλουμε με μεγάλη συνέπεια τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και η τράπεζα απειλεί να μας το κατάσχει, τα δε εισοδήματά μας έχουν μειωθεί δραματικά αν δεν έχουν μηδενιστεί. Το κράτος όμως αγέρωχο όπως πάντα απαιτεί τους φόρους που θεωρεί ότι το αναλογούν με βάση το ακίνητο, το οποίο όμως στην πραγματικότητα χρωστούμε, κινδυνεύουμε να μας το κατάσχουν και δεν μπορούμε καν να το συντηρήσουμε.
Το χειρότερο βέβαια σε σχέση με τα παραπάνω προέρχεται από την απόκτηση ακίνητης περιουσίας με χαριστική αιτία (γονική παροχή, δωρεά, κληρονομιά). Στην προηγούμενη παράγραφο κάποιος κακόπιστος μπορεί να θεωρήσει τον τότε αγοραστή του ακινήτου ως «ελαφρόμυαλο» κάποιον δηλαδή ο οποίος είχε δομήσει μία πλασματική εικόνα για τις οικονομικές δυνατότητές του και είχε υπερεκτιμήσει τα μελλοντικά εισοδήματά του, οπότε με περισσή κακεντρέχεια θα μπορούσε να πει «ας πρόσεχε». Τι γίνεται όμως στη χαριστική αιτία απόκτησης ακινήτου. Αν από τη γιαγιά μας κληρονομήσαμε ένα ερείπιο «εξοχικό» σε ένα κατ’ ευφημισμό χωριό στη μέση του κάμπου, γιατί θα πρέπει να προσθέτει τεκμαρτό εισόδημα ως «εξοχική κατοικία». Στη συγκεκριμένη περίπτωση το «εξοχική κατοικία» αποτελεί ανέκδοτο με δύο λέξεις.
o Μεγαλύτερο δράμα από τα προαναφερόμενα αποτελούν τα τεκμήρια διατήρησης επιβατικών αυτοκινήτων. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να θυμηθούμε ότι σε συγκεκριμένη περίπτωση το κράτος έδρασε ως κοινός ψεύτης. Θυμούνται όλοι τα κίνητρα που δόθηκαν πριν από λίγα χρόνια για την αγορά αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού. Λίγους όμως μήνες μετά ο κυβισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει το ετήσιο κόστος ζωής των φορολογουμένων που πριν από λίγο είχαν πριμοδοτηθεί από το κράτος. Αποτέλεσμα; Οι τιμές των μεταχειρισμένων «πολυτελών» αυτοκινήτων κατρακύλησαν σε αξία «δώρου» από τον ιδιοκτήτη, καινούργια έπαψαν ολοκληρωτικά να πωλούνται και τελικά πάλι το κράτος έχασε μεγάλα φορολογικά έσοδα από μία αγορά που διέλυσε.
o Η εφαρμογή των τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων στην περίπτωση της ίδρυσης ή αγοράς επιχειρήσεων, είναι μία ακόμα αστοχία των κυβερνώντων και ένα μέτρο που έχει επιλεκτική εφαρμογή, άρα δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα αυτού που δεν υφίστανται. Όπως προαναφέρθηκε η ίδρυση επιχειρήσεων, η συμμετοχή σε αυξήσεις κεφαλαίων, η αγορά μετοχών ή εταιρικών μεριδίων αποτελεί τεκμήριο για τα φυσικά πρόσωπα, φορολογικούς κατοίκους Ελλάδος. Άρα δεν αποτελεί τεκμήριο για τα νομικά πρόσωπα και για τα φυσικά πρόσωπα με φορολογική κατοικία στην αλλοδαπή. Στην πραγματικότητα όμως τα ημεδαπά φυσικά πρόσωπα που θέλουν να προβούν σε μία από τις πιο πάνω ενέργειες μπορούν να τα πραγματοποιήσουν μέσω εταιρειών (πχ. αγορά μετοχών από μια εταιρεία holding της οποίας τις μετοχές κατέχει μία άλλη ανώνυμη εταιρεία, βασικός μέτοχος της οποίας είναι το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο). Θεωρούμε έως απίθανο να αποκαλυφθεί ότι τελικά ο πραγματικός αγοραστής ήταν το φυσικό πρόσωπο.
Όσον αφορά τους φορολογικούς κατοίκους αλλοδαπής, γι’ αυτούς δεν υφίσταται τεκμήριο, δεν ερευνάται καν η προέλευση των χρημάτων αρκεί αυτά να έχουν έρθει μέσω τραπεζικής οδού στην χώρα και φυσικά διατηρούν ένα ουσιαστικό πλεονέκτημα έναντι των ημεδαπών επενδυτών. Σε πιο περίπλοκα σχήματα ο επενδυτής «φορολογικός κάτοικος εξωτερικού» μπορεί απλώς να είναι εκπρόσωπος (nominee) σε κάποια εταιρεία της αλλοδαπής όπου πραγματικός ιδιοκτήτης (beneficial owner) είναι ο «φορολογικός κάτοικος Ελλάδος», έχει υπογραφεί μεταξύ τους πληρεξούσιο στην αλλοδαπή (power of attorney) και στην ουσία ο ημεδαπός αποφεύγει την εφαρμογή τεκμηρίων.
Για τον μη ειδικό αναγνώστη θέλουμε να πούμε ότι πάντοτε υπάρχουν τρόποι να ξεπεραστούν τα εμπόδια των τεκμηρίων στην προκειμένη περίπτωση, ουσιαστικά είναι θέμα κόστους – οφέλους, τελικά δε αυτός που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση είναι ο φορολογικός κάτοικος ημεδαπής με περιορισμένα κεφάλαια άρα και περιορισμένη επιστημονική υποστήριξη πάνω σε φορολογικά θέματα και τελικά η εθνική οικονομία και κυρίως οι θέσεις εργασίας που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικονομία είναι αμοραλιστική, ο Υπουργός Οικονομικών δεν είναι Αρχιεπίσκοπος και το έργο του είναι η αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους και όχι η σωτηρία των ψυχών των φορολογουμένων, έργο άλλωστε που η εκκλησία επιτελεί με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία.
o Θα τελειώσουμε την μικρή «ιστορική» μας αναφορά στα τεκμήρια, φέρνοντας στο μυαλό μας τον τεκμαρτό προσδιορισμό των εισοδημάτων ελευθέρων επαγγελματιών και επιχειρήσεων με βάση τα χαρακτηριστικά του ακινήτου που δραστηριοποιούταν και την αντικειμενική τους αξία. Με απλά λόγια για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του παραλόγου του νομοθέτη, μία γνωστή διεθνής εταιρεία ταχυφαγείων (fast food) που δραστηριοποιούταν με τη μέθοδο του franchising και ένα γειτονικό σουβλατζίδικο με την ίδια επιφάνεια καταστήματος, απέδιδαν κατά το νομοθέτη το ίδιο εισόδημα!!!
· Όπως προαναφέρθηκε στη αρχή του άρθρου η σημερινή κυβέρνηση βλέποντας το ύψος της υπερφορολόγησης να ξεπερνά κάθε όριο, οι πολίτες να αδυνατούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές απαιτήσεις του δημοσίου και στην ουσία να κηρύττουν «παύση πληρωμών», η «αντικειμενοποίηση» του φορολογικού συστήματος να έχει ξεπεράσει από καιρό κάθε όριο κοινής λογικής, ετοιμάζεται να μειώσει σταδιακά ή άμεσα (εξαρτάται από την πολιτική συγκυρία) την εφαρμογή των τεκμηρίων. Ενώ όμως είναι σίγουρο ότι θα μειωθούν τα τεκμήρια αυτοκινήτων τουλάχιστον κατά 30% έτσι ώστε οι πολίτες να παύσουν να καταθέτουν ομαδικά πινακίδες στις Δ.Ο.Υ., επειδή το υποτιθέμενο κόστος ετήσιας διατήρησης του αυτοκινήτου έφτασε να είναι μεγαλύτερο από την εμπορική του αξία, αρνείται να μειώσει πεισματικά τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, φοβούμενη κατακρήμνιση των φορολογικών εσόδων. Στην ουσία όμως δεν είναι δυνατόν να υπολογίσει την αύξηση των εσόδων που θα προέλθουν από την αναθέρμανση της κτηματαγοράς και άρα από τα φορολογικά έσοδα που θα προέλθουν από τις δεκάδες φόρους που συνοδεύουν ένα ακίνητο (Φ.Π.Α. στην αγορά, Φ.Μ.Α., φόρος υπεραξίας στο κεφαλαιακό κέρδος κλπ.)
Από την άλλη μεριά θεωρούμε πως η άποψη του Υπ. Οικονομικών ότι έως τον Απρίλιο του 2015 θα έχει ολοκληρωμένη άποψη της περιουσιακής κατάστασης και των χρηματικών εισροών και εκροών των φυσικών προσώπων μέσω του τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε να μπορεί να προχωρά στον προσδιορισμό του εισοδήματός τους μέσω έμμεσων τεχνικών ελέγχων είναι τουλάχιστον ουτοπικό. Πολλές αγοραπωλησίες ακινήτων θα γίνονται μέσω προσυμφώνων και πάντα στις οριστικές μεταβιβάσεις θα υπάρχει διαφορά μεταξύ εμπορικής αξίας και αξίας συμβολαίου (με δεδομένες και τις τελευταίες ανακοινώσει της κυβέρνησης για καταβολής φόρου επί της αξίας του συμβολαίου και όχι επί της αντικειμενικής), το δε υπόλοιπο του ποσού θα καταβάλλεται μετρητοίς. Οι πολίτες θα προτιμούν τους εμπόρους που θα δέχονται συναλλαγές και εκτός τραπεζικού συστήματος αναλαμβάνοντας το όποιο ρίσκο (στην οικονομία το γεγονός αυτό αποτυπώνεται ως το παράδοξο της επιβράβευσης του φοροδιαφεύγοντα εμπόρου), μία δε μεγάλη αστοχία του συστήματος είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη τα δέκα εννέα εκατομμύρια τουριστών που κατακλύζουν την χώρα. Κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν έμπορο να πραγματοποιεί πωλήσεις σε αλλοδαπούς μέσω της πιστωτικής τους κάρτας, με συνέπεια να είναι εύκολο να εκδοθεί φορολογικό στοιχείο σε ημεδαπό με την ένδειξη «αλλοδαπός» το οποίο και θα εξοφληθεί μετρητοίς.
Γενικά και τα τρία συστήματα μεθόδων εναλλακτικού προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος που περιλαμβάνονται στο Ν. 4172/2013 βασίζονται στην παρακολούθηση των τραπεζικών συναλλαγών, που για να έχουν εφαρμογή θα πρέπει ο φορολογούμενος να πραγματοποιεί τραπεζικές συναλλαγές. Αν η αντίδρασή του είναι να αποφεύγει οποιαδήποτε σχέση με τα τραπεζικά ιδρύματα εκτός από την αναγκαία (πχ. κατάθεση μισθοδοσίας), να προσπαθεί να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές του μετρητά αρνούμενος όπου μπορεί τη χρήση πιστωτικής κάρτας και κυρίως να παύσει να διατηρεί τις αποταμιεύσεις του σε τραπεζικά ιδρύματα της χώρας, το σύστημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει και κυρίως θα δημιουργήσει σοβαρότατο πρόβλημα στην ρευστότητα των τραπεζών. Ήδη τον μήνα Ιούλιο, μεσούσης της τουριστικής περιόδου με αυξημένη ρευστότητα των σχετιζομένων επιχειρήσεων, οι συνολικές καταθέσεις έναντι του προηγούμενου μήνα αυξήθηκαν μόνο κατά ένα εκατομμύριο ευρώ!!!.
Είμαστε από αυτούς που πιστεύουν ότι οι Δυτικές Οικονομίες στηρίζονται σε αυτορυθμιζόμενα οικονομικά συστήματα, κάθε δε υπέρμετρη κυβερνητική παρέμβαση τα απορυθμίζει και τα κάνει αναποτελεσματικά και ουσιαστικά ανενεργά. Στη χώρα μας υπήρξαν μεγάλα ποσοστά φοροδιαφυγής και παραοικονομίας τα οποία όμως γινόταν από πολλούς, στην ουσία από το μεγαλύτερο μέρος των φορολογουμένων. Μόνο που το επί πλέον εισόδημα του μικροφοροδιαφεύγοντα, αποτελούσε έσοδο για κάποιον άλλο στο εσωτερικό της χώρας και ούτω καθ’ εξής, έτσι ώστε τα συνολικά φορολογικά έσοδα που συγκέντρωνε το κράτος, κυρίως από την έμμεση φορολογία, εξουδετέρωναν τις απώλειες της μικρής φοροδιαφυγής. Ιστορίες για φοροδιαφυγή τεράστιου ύψους με τα ποσά της οποίας όδευαν σε τράπεζες του εξωτερικού, θεωρούμε ότι ελάχιστα αντικατόπτριζαν την πραγματικότητα, χωρίς να αρνούμαστε ότι υπήρχαν. Μην ξεχνούμε ότι εκτός Ελλάδος υπάρχουν ομογενείς οι οποίοι αριθμητικά μπορεί και να ξεπερνούν τους κατοίκους της χώρας μας. Κατά συνέπεια όποιος φέρει ελληνικό όνομα και επίθετο δεν είναι αναγκαστικά και φορολογικός κάτοικος αυτής της χώρας και άρα δεν πρέπει να ενθουσιαζόμαστε όταν μαθαίνουμε για κάποιον «Έλληνα» που διατηρεί καταθέσεις ή περιουσία κάπου στον κόσμο. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτός έχει κάποια φορολογική υποχρέωση στην Ελλάδα.
Τελειώνοντας το άρθρο, πιστεύουμε ότι σίγουρα μια χώρα δεν μπορεί να αποτελεί χώρο όπου ανεξέλεγκτα δραστηριοποιείται ο καθένας, ημεδαπός ή αλλοδαπός και δεν καταβάλει οποιονδήποτε φόρο, άλλωστε μια τέτοια χώρα δεν θα ήταν βιώσιμη. Ο ασφυκτικός όμως φορολογικός εναγκαλισμός των πολιτών, η υπερφορολόγηση στα όρια της περιουσιακής απαλλοτρίωσης και η παρακολούθηση οποιασδήποτε οικονομικής τους πράξης, θεωρούμε ότι δεν συνάδουν με το οικονομικό σύστημα που επιλέξαμε να εφαρμόζουμε ως χώρα και τελικά αλλάζοντας συνέχεια τους κανόνες του φορολογικού παιχνιδιού μάλλον την καταστρέφουμε.