Δίνοντας στο κράτος το μισό ετήσιο εισόδημα Και επισήμως πλέον, το Δημόσιο καθίσταται «συνεταίρος»

Και επισήμως πλέον, το Δημόσιο καθίσταται «συνεταίρος» σε όσους θέλουν να εργάζονται για να απολαμβάνουν υψηλότερς αποδοχές. Τόσο σε μισθωτούς όσο και σε ελεύθερους επαγγελματίες που εμφανίζουν τα πραγματικά τους εισοδήματα, καθιερώνεται για πρώτη φορά συντελεστής κρατήσεων της τάξεως του 60% (!)

Βίαιη εξίσωση των εισοδημάτων προς τα… κάτω, επιφέρει η οικονομική πολιτική που θέλει να ακολουθήσει η κυβέρνηση προκειμένου να ολοκληρώσει την 1η αξιολόγηση.

Προγραμματίζοντας την πιο σκληρή οικονομική επίθεση στα μικρομεσαία και υψηλά εισοδήματα κατά τη διάρκεια της επταετίας των μνημονίων αλλά και ένα καίριο πλήγμα στην εργασία, η προωθούμενη πολιτική θα έχει ως αποτέλεσμα μέσα σε έναν χρόνο να γίνει αυτό που δεν έγινε στα πρώτα έξι χρόνια των μνημονίων: να επέλθει η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση των συντελεστών υπολογισμού των πάσης φύσεως κρατήσεων που γίνονται στο μεικτό εισόδημα των μισθωτών αλλά και των συνταξιούχων.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, καθιερώνονται συντελεστές υπολογισμού κρατήσεων (για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) άνω του 50% για τον εργαζόμενο ή άνω του 58-60% αν συνυπολογιστούν και οι εργοδοτικές εισφορές.

Ουσιαστικά εκμηδενίζεται κάθε αναλογικότητα στις υφιστάμενες συντάξεις, καθώς η προστασία των χαμηλών συντάξεων και από φόρους και από εισφορές σε συνδυασμό με ένα ακόμη «ψαλίδι» στις υψηλότερες συντάξεις, θα έχει ως αποτέλεσμα όσοι δούλεψαν λιγότερα χρόνια με χαμηλές συντάξιμες αποδοχές, να εισπράττουν περίπου τα ίδια με αυτούς που δούλεψαν για μακρύτερες χρονικές περιόδους, πληρώνοντας ταυτόχρονα περισσότερα σε ασφαλιστικές εισφορές.

Για την κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας, βαφτίζονται «έχοντες» όσοι ζουν με μισθό ή σύνταξη άνω των 1.500 ευρώ τον μήνα. Στις ετήσιες μεικτές αποδοχές της τάξεως των 30.000 ευρώ, θα επιβάλλονται στο εξής συνολικές κρατήσεις της τάξεως του 32,5%, περίπου 5,5 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο σε σχέση με αυτές του 2009.

Ο συντελεστής κρατήσεων άνω του 50% καθιερώνεται για πρώτη φορά για τα εισοδηματικά κλιμάκια των 90-100.000 ευρώ, όταν το 2009 ακόμη και στα υψηλότερα εισοδήματα δεν υπήρχε συντελεστής άνω του 39%. Ο συντελεστής που θα στερεί από τον μισθωτό το μισό του εισόδημα, ουσιαστικά θα εξαναγκάζει όποιον εξακολουθήσει να δηλώνει αυτά τα ποσά να ζει με περίπου 3.500 ευρώ τον μήνα από 4.465 ευρώ το 2009.

Για να προσλάβει ένας εργοδότης ένα στέλεχος το οποίο θα αμείψει με 3.500 ευρώ καθαρά, θα πρέπει να πληρώνει συνολικά 126.000 ευρώ ετησίως, κάτι που σημαίνει ότι σε αυτά τα επίπεδα μισθών, ο συντελεστής κρατήσεων θα φτάνει στο εξής στο… 58%

Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι επιχειρείται η πιο απότομη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων μέσα σε ένα έτος, με την εξίσωση να γίνεται προς τα κάτω. Αυτή η πολιτική μπορεί να έχει πολλούς υποστηρικτές, ειδικά στο κυβερνητικό στρατόπεδο, το οποίο υποστηρίζει την προστασία των χαμηλότερων εισοδημάτων, ωστόσο ενέχει και μεγάλους κινδύνους:

• Να ενταθεί η «φυγή» ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό (το λεγόμενο brain drain). O συνδυασμός χαμηλών αποδοχών –οι μέσες αποδοχές στην Ελλάδα έχουν μειωθεί κατά 30% από το 2009 μέχρι σήμερα όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία– και υψηλών κρατήσεων άνω του 30%- αποτελεί ισχυρό αντικίνητρο για τη συγκράτηση στελεχών στη χώρα.

• Να ενταθεί το φαινόμενο των «κόκκινων δανείων» και των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία. Οι έχοντες τις υψηλότερες αποδοχές πριν ξεσπάσει η κρίση προφανώς δεν προέβλεπαν όταν εκταμίευαν μεγάλα δάνεια ότι η εξαετία θα φέρει και μείωση αποδοχών της τάξεως του 30% και αύξηση των κρατήσεων ακόμη και κατά 13 (!) ποσοστιαίες μονάδες. Η συνεχιζόμενη επίθεση στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα θα φέρει μετά την κατακόρυφη μείωση της κατανάλωσης και ακόμη μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην εκπλήρωση των «ανελαστικών δαπανών».

• Να αναζητηθούν πιο εντατικά πλέον διέξοδοι φοροαποφυγής μέσα από συνεννόηση εργαζομένων και εργοδοτών, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα τελικώς τα δημοσιονομικά μέτρα να μην έχουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και να χρειαστούν καινούργια. Δεν είναι λίγα τα φαινόμενα επιχειρήσεων που ουσιαστικά «μεταφέρουν» τα στελέχη τους σε θυγατρικές εκτός Ελλάδας.

Φόροι σε κέρδη και μερίσματα

Η λογική του «50-50» θα ισχύσει από φέτος και για τους επενδυτές-μετόχους επιχειρήσεων. Μετά την αύξηση του συντελεστή υπολογισμού του φόρου νομικών προσώπων από το 26% στο 29% και την αύξηση της προκαταβολής από το 80% στο 100%, προωθείται για όλα τα νομικά πρόσωπα –Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες, ΕΠΕ και Α.Ε.– και αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων από το 10% που είναι σήμερα στο 15%.

Ο μέτοχος φυσικό πρόσωπο που θα εισπράξει ως μέρισμα το σύνολο των κερδών προς διανομή, θα βρεθεί τελικώς να φορολογείται με συντελεστή ακόμη και άνω του 43-44%, καθώς πέραν των άλλων επιβαρύνσεων θα πρέπει να αντιμετωπίσει και την αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία επιβάλλεται και επί των μερισμάτων. Ετσι, σε κέρδη 100.000 ευρώ θα επιβάλλεται:

• Φόρος εισοδήματος 29.000 ευρώ από 26.000 το 2015, ενώ θα πρέπει να καταβληθούν και 29.000 ευρώ επιπλέον για την προκαταβολή του επόμενου έτους. Δεδομένου ότι θα αφαιρεθούν τα 26.000 ευρώ της προηγούμενης χρονιάς, τελικώς το εκκαθαριστικό θα δείξει 32.000.

• Αν διανεμηθεί το υπόλοιπο των 71.000 ευρώ, θα επιβληθεί φόρος μερισμάτων 10.650, με αποτέλεσμα η συνολική επιβάρυνση να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο στα 42.650.

• Επί των 71.000 ευρώ θα πρέπει να υπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης, η οποία με βάση την προωθούμενη κλίμακα θα ανέλθει στα 3.740. Ετσι, η τελική επιβάρυνση για κέρδη 100.000 θα ξεπεράσει τα 46.000.

Νέο πλήγμα με αύξηση εισφοράς αλληλεγγύης

Τα προωθούμενα μέτρα ενέχουν και ισχυρά στοιχεία οικονομικής αδικίας για όσους θέλουν να κάνουν καριέρα ή ακόμη και για όσους εργάστηκαν επί σειράν ετών, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλύτερη σύνταξη. Ειδικά στους κόλπους των συνταξιούχων, η εμμονή να επιβαρύνονται συνεχώς –είτε μέσω της περικοπής των συντάξεων είτε μέσω της αύξησης των φόρων– οι έχοντες τις υψηλότερες αποδοχές, πρακτικά εκμηδένισε κάθε προσπάθεια για το καλύτερο.

Μέσα από τη νέα φορολογική κλίμακα, που φορτώνει ακόμη περισσότερα βάρη σε όσους εμφανίζουν ετήσιες αποδοχές άνω των 20.000 ευρώ και τη νέα μέθοδο υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης, η κυβέρνηση θέλει να αντλήσει επιπλέον 2 δισ. ευρώ ουσιαστικά από 500.000 μισθωτούς και συνταξιούχους που εξακολουθούν να εμφανίζουν αποδοχές πάνω από αυτό το όριο. Για να συμβεί αυτό, οι συντελεστές υπολογισμού των κρατήσεων (στις οποίες περιλαμβάνονται οι εισφορές του εργαζόμενου, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων, όπως θα υπολογίζεται από εδώ και στο εξής, αλλά και η νέα εισφορά αλληλεγγύης) θα διαμορφωθούν πλέον ως εξής:

1. Για εισοδήματα έως 12.000 ευρώ ο συντελεστής των κρατήσεων παραμένει στα ίδια ή και χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το 2009: από 15,5% έως 17,85%. Ουσιαστικά περιλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές.

2. Για εισοδήματα από 14.000 έως 20.000 ευρώ οι κρατήσεις θα κυμαίνονται από 20% έως 25%, με τη διαφορά συγκριτικά με το 2009 να διαμορφώνεται έως και τις 3 ποσοστιαίες μονάδες.

3. Για εισοδήματα από 20.000 έως 50.000 ευρώ θα επιβάλλονται κρατήσεις από 25% έως 43%, έναντι 22% έως 33% που ήταν το 2009.

4. Για εισοδήματα από 50.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ θα επιβάλλονται κρατήσεις από 42% έως 50%, όταν το 2009 τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονταν από 33 έως 37%.

Απώλειες

Στη διάρκεια ενός χρόνου, ελεύθερος επαγγελματίας ή επιτηδευματίας που εμφανίζει τα πραγματικά του εισοδήματα στην εφορία θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να χάσει ακόμη και το… 40% των καθαρών αποδοχών του. Ο επαγγελματίας που θα δηλώσει αποδοχές –μετά την αφαίρεση των επαγγελματικών δαπανών– της τάξεως των 100.000 ευρώ θα πρέπει να συμβιβαστεί μετά την ψήφιση των νέων μέτρων με 38.387 ευρώ καθαρά από 63.528 ευρώ που εισέπραττε μέχρι τώρα. Ακόμη και στα χαμηλότερα επίπεδα αποδοχών, όμως, οι μειώσεις των καθαρών αποδοχών είναι ασύλληπτες: όποιος επαγγελματίας δηλώνει πάνω από 35.000 ευρώ θα χάσει το 20% του ετήσιου καθαρού εισοδήματός του μέσα σε ένα έτος, τινάζοντας στον αέρα τον οικογενειακό του προϋπολογισμό.

Με το νέο πλαίσιο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών –θα είναι συνδεδεμένες με το εισόδημα και θα υπολογίζονται με συντελεστές οι οποίοι θα φτάνουν ακόμη και στο 34,5%, ανάλογα με το επάγγελμα και τις παροχές– αλλά και με το νέο καθεστώς φορολόγησης δεν θα υπάρχει κανένας ελεύθερος επαγγελματίας, όποιο και αν είναι το εισόδημά του, που να μην επιβαρύνεται με κρατήσεις της τάξεως του 51% και πάνω. Ακόμη και σε αυτούς που δηλώνουν πολύ χαμηλά εισοδήματα, της τάξεως των 5.000-10.000 ευρώ ετησίως, οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές θα κυμαίνονται από 62-74%, καθιστώντας αδύνατη την οικονομική τους επιβίωση. Πρακτικά, το νέο καθεστώς που θεσπίζει η κυβέρνηση θα μετατρέψει σε μονόδρομο τη φοροδιαφυγή, η οποία από «φοροδιαφυγή επιλογής» θα μετατραπεί πρακτικά σε «φοροδιαφυγή επιβίωσης». Ηδη τα μέτρα που προωθεί η κυβέρνηση σε ασφαλιστικό και φορολογικό έχουν προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση στις τάξεις των επαγγελματιών που δηλώνουν τις υψηλότερες απολαβές. Σε συνεργασία με τους λογιστές και τους οικονομικούς τους συμβούλους αναζητούν «διεξόδους»: από μεταφορά έδρας μέχρι τεχνάσματα φοροαποφυγής.

Τα παραδείγματα είναι αποκαλυπτικά ως προς το τι θα αλλάξει από τη μία χρονιά στην άλλη. Οι μεικτές αποδοχές των 35.000 ευρώ γίνονταν 21.896 ευρώ το 2015 μετά την αφαίρεση φόρων και εισφορών, ενώ το 2016 θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο, στις 17.089 ευρώ. Δηλαδή μέσα σε ένα έτος θα υπάρξει απώλεια 4.817 ευρώ. Στις 40.000 ευρώ θα χαθούν 4.817 ευρώ, στις 50.000 ευρώ 6.252 ευρώ και στις 100.000 ευρώ 25.141 ευρώ. Προφανώς το τελικό αποτέλεσμα διαφοροποιείται ανάλογα και με το επάγγελμα. Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί χαμηλότερους συντελεστές υπολογισμού των εισφορών σε μηχανικούς, γιατρούς και δικηγόρους, ενώ δεν έχουν όλες οι ειδικότητες κρατήσεις για επικουρική σύνταξη (σ.σ. 7,5% επί του εισοδήματος). Σε κάθε περίπτωση, οι χαμηλότεροι συντελεστές έχει προγραμματιστεί να ισχύσουν μόνο για τρία χρόνια, οπότε η μοίρα θα είναι πολύ σύντομα κοινή για όλους.

Συγκριτικά με το 2009 –τελευταίο έτος πριν από την εποχή των μνημονίων– οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές έχουν αυξηθεί ακόμη και κατά 123%, και μάλιστα για μεσαία εισοδηματικά επίπεδα της τάξεως των 17.500 ευρώ.

 

KATHIMERINI.GR

Παρόμοια Άρθρα

No Image
coronovirus_eges
No Image