Ιστορική απόφαση για δάνεια σε ελβετικό! Από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γέρνει την πλάστιγγα υπέρ των δανειοληπτών. Ευθύνονται οι τράπεζες για ατελή ενημέρωση ως προς τους κινδύνους.

Με μια ιστορική απόφαση σε προδικαστική διαδικασία, που συμπτωματικά δημοσιεύεται λίγες ημέρες πριν τη σημαντική δίκη για συλλογική αγωγή στο Εφετείο Αθηνών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γέρνει την πλάστιγγα υπέρ των δανειοληπτών.

Ειδικότερα, με την απόφασή του το δικαστήριο διευκρινίζει οριστικά, με τρόπο δεσμευτικό και για τα ελληνικά δικαστήρια, αφού πρόκειται για ερμηνεία ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου, ότι οι ρήτρες ελβετικού φράγκου θα πρέπει να κρίνονται καταχρηστικές και, συνεπώς, να ακυρώνονται, εάν οι τράπεζες δεν έχουν ενημερώσει διεξοδικά για το συναλλαγματικό κίνδυνο τους δανειολήπτες.

Σημειώνεται ότι οι τράπεζες, στις δίκες που έχουν γίνει ως τώρα στην Ελλάδα, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι ρήτρες έχουν διατυπωθεί κατά σαφή τρόπο, άρα είναι υπεύθυνοι οι δανειολήπτες, αν έκαναν εσφαλμένες εκτιμήσεις για τους κινδύνους των δανείων τους.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο «συντρίβει» αυτή τη νομική γραμμή άμυνας, τονίζοντας ότι δεν αρκεί να είναι σαφώς διατυπωμένες οι ρήτρες, αλλά οι τράπεζες οφείλουν να παρουσιάζουν με κατανοητό τρόπο στους δανειολήπτες τα σενάρια μελλοντικών επιβαρύνσεών τους από ενδεχόμενες δυσμενείς διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Σε αντίθετη περίπτωση (αυτό κρίνεται από το δικαστήριο που θα αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά σε κάθε υπόθεση), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι οι ρήτρες θα πρέπει να κρίνονται ως καταχρηστικές, άρα να ακυρώνονται και ο δανειολήπτης να εξυπηρετεί το δάνειό του χωρίς τις επιβαρύνσεις από τις αλλαγές της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

«Η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις.

Συναφώς, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι ρήτρα βάσει της οποίας η εξόφληση του δανείου πρέπει να γίνει στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπικής και γραμματικής απόψεως όσο και ως προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της, υπό την έννοια ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, δύναται όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συναφθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στους αναγκαίους σχετικούς ελέγχους», τονίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Το κείμενο της απόφασης

 

“Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό συνεπάγεται ότι η ρήτρα συμβάσεως δανείου βάσει της οποίας αυτό πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο ξένο νόμισμα με εκείνο στο οποίο συνομολογήθηκε πρέπει να αναφέρει μόνον τους λόγους της προσθήκης της στη σύμβαση και τον μηχανισμό λειτουργίας της ή ότι πρέπει επίσης να αναφέρει όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει για το ποσόν που καλείται να καταβάλει ο καταναλωτής, όπως τον συναλλαγματικό κίνδυνο, και εάν, υπό το πρίσμα της ίδιας οδηγίας, η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου που υπέχει η τράπεζα αφορά αποκλειστικά τους όρους του δανείου, ήτοι τους τόκους, τις προμήθειες και τις εγγυήσεις που βαρύνουν τον δανειολήπτη, χωρίς να μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτήν την υποχρέωση η πιθανή ανατίμηση ή υποτίμηση ξένου νομίσματος.

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως εφαρμόζεται ακόμα κι όταν μια ρήτρα εμπίπτει στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως» ή στην έννοια του «ανάλογου ή μη μεταξύ [του τιμήματος] και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου», υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 68). Ειδικότερα, οι ρήτρες στις οποίες αναφέρεται η συγκεκριμένη διάταξη δεν υπόκεινται στον έλεγχο της καταχρηστικότητας μόνον εφόσον το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο κρίνει, κατόπιν κατά περίπτωση εξετάσεως, ότι έχουν διατυπωθεί από τον επαγγελματία κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2010, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid, C‑484/08, EU:C:2010:309, σκέψη 32).

Όσον αφορά την απορρέουσα εκ του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η απαίτηση αυτή, η οποία υπενθυμίζεται και στο άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς στον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπικής και γραμματικής απόψεως αλλά ότι, αντιθέτως, δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφορήσεως, η απαίτηση αυτή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των συμβατικών ρητρών και ως εκ τούτου, περί διαφάνειας, την οποία τάσσει η ίδια οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψεις 71 και 72, καθώς και της 9ης Ιουλίου 2015, Bucura, C‑348/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:447, σκέψη 52).

Επομένως, η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό έχει την έννοια ότι επιτάσσει επίσης να εκτίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού τον οποίο αφορά η οικεία ρήτρα, καθώς και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και εκείνου που προβλέπουν άλλες ρήτρες, έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ως προς αυτόν οικονομικές συνέπειες (αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai, C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 75, καθώς και της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove, C‑96/14, EU:C:2015:262, σκέψη 50).

Το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί από το αιτούν δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, στα οποία συγκαταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως συμβάσεως δανείου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Matei, C‑143/13, EU:C:2015:127, σκέψη 75).

Ειδικότερα, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει αν στην υπό κρίση υπόθεση ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να μπορεί να υπολογίσει, μεταξύ άλλων, το συνολικό κόστος του δανείου του. Στην εκτίμηση αυτή κρίσιμα είναι, αφενός, το ζήτημα αν οι ρήτρες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπουν στον μέσο καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να υπολογίσει το κόστος αυτό και, αφετέρου, η έλλειψη αναφοράς, στη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, πληροφοριών που θεωρούνται ουσιώδεις βάσει του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Bucura, C‑348/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:447, σκέψη 66).

Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της εν λόγω συνάψεως, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Βάσει ακριβώς αυτής της πληροφορήσεως ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει προδιατυπώσει ο επαγγελματίας (αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, RWE Vertrieb, C‑92/11, EU:C:2013:180, σκέψη 44, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 50).

Εν προκειμένω, όσον αφορά δάνεια συνομολογηθέντα σε νόμισμα όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να υπογραμμισθεί, όπως υπενθύμισε εξάλλου και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου στη σύστασή του CERS/2011/1, της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα (ΕΕ 2011, C 342, σ. 1), ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις, ήτοι πληροφόρηση που πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του νόμιμου χρήματος του κράτους μέλους κατοικίας του δανειολήπτη και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος (Σύσταση Α – Ενημέρωση των δανειοληπτών ως προς τους κινδύνους, σημείο 1).

Άρα, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 66 και 67 των προτάσεών του, αφενός, ο καταναλωτής πρέπει να ενημερωθεί με σαφήνεια για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί οικονομικά να αντεπεξέλθει σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του. Αφετέρου, ο επαγγελματίας, εν προκειμένω η τράπεζα, πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης καταναλωτής δεν εισπράττει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα. Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διερευνήσει εάν ο επαγγελματίας παρέσχε στους καταναλωτές κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε να καταστεί για αυτούς δυνατή η αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών μιας ρήτρας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.

Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Συναφώς, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι ρήτρα βάσει της οποίας η εξόφληση του δανείου πρέπει να γίνει στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπικής και γραμματικής απόψεως όσο και ως προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της, υπό την έννοια ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, δύναται όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συναφθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στους αναγκαίους σχετικούς ελέγχους”.

ΠΗΓΗ: sofokleousin.gr

Παρόμοια Άρθρα

No Image
coronovirus_eges
No Image