Ο κρίσιμος χρόνος άσκησης του Δικαιώματος Προαίρεσης και η φορολόγησή του (ΥΠ.ΟΙΚ.ΔΕΑΦ1055728ΕΞ2015/23.4.2015)

 

Του Δημητρίου Μελά, Οικονομολόγου PhD-MBA

Παράγωγα Χρηματοοικονομικά προϊόντα (Financial derivatives)

Έννοια – Χαρακτηριστικά
Τα παράγωγα αποτελούν σύνθετα και πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα, το περιεχόμενο των οποίων ποικίλλει αναλόγως των «υποκειμένων μέσων», εκείνων δηλαδή των χρηματοπιστωτικών μέσων ή προϊόντων, συνάρτηση και σύνθεση των οποίων αποτελούν τα παράγωγα. Τα παράγωγα δεν αποτελούν χωριστή κατηγορία προϊόντων αλλά «παράγονται» από συγκεκριμένες συναλλαγές των οποίων το υποκείμενο μέσο (δηλ. το αντικείμενο που μπορεί να αγορασθεί ή να πουληθεί) μπορεί να είναι μετοχή, ομόλογο, εμπόρευμα, συνάλλαγμα, τραπεζικό δάνειο ή ένας χρηματιστηριακός δείκτης. Σε ένα παράγωγο χρηματοοικονομικό προϊόν μπορούν να περιέχονται ευρύ φάσμα υποκείμενων μέσων, σε ποικίλες παραλλαγές και συνδυασμούς. Αυτό έχει ως συνέπεια την ύπαρξη και δυνατότητα δημιουργίας απροσδιορίστου αριθμού τύπων παραγώγων. Τα παράγωγα διαμορφώνονται, συνήθως, υπό μορφή συμβολαίων μεταξύ των μερών, με τα οποία συμφωνείται η εκπλήρωση των αμοιβαίως αναλαμβανομένων υποχρεώσεων σε ένα ή περισσότερα μελλοντικά χρονικά σημεία. Η αξία τους διαμορφώνεται βάσει της αξίας των υποκειμένων μέσων, που μπορεί να είναι μετοχές, αξιόγραφα, συναλλαγματικές ισοτιμίες, επιτόκια, εμπορεύματα και χρηματοοικονομικοί δείκτες και οποιοσδήποτε συνδυασμός αυτών. Τα παράγωγα προϊόντα χρησιμοποιούνται κυρίως για συναλλαγές (Trading) ή κερδοσκοπία (Speculation), για αντιστάθμιση κινδύνων (Hedging), καθώς και για την πρόκριση συναλλαγών (Arbitrage).

Οι αντισταθμιστές κινδύνου (Hedgers) χρησιμοποιούν την αγορά δικαιωμάτων και συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο των θέσεων τους στην κεφαλαιαγορά. Οι συναλλασσόμενοι (Traders) λαμβάνουν θέσεις στην αγορά δικαιωμάτων και συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης με σκοπό να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους στις προσδοκίες τους για την αγορά. Τέλος, οι εξισορροπητικοί κερδοσκόποι (Arbitrageurs) επιδιώκουν να κερδίσουν από τις διαφορές στις τιμές, οι οποίες έχουν τεθεί για το ίδιο αγαθό σε διαφορετικές αγορές.

Οι βασικότεροι τύποι παραγώγων είναι τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακά συμβόλαια (futures), τα συμβόλαια δικαιώματος προαίρεσης (options) και τα συμβόλαια ανταλλαγής (swaps).

Τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα εμφανίστηκαν στην Ελλάδα κυρίως μετά την συναλλαγματική απελευθέρωση που επήλθε με τα Π.Δ. 96/1993 και 104/1994, με τα οποία επιτράπηκε στα πιστωτικά ιδρύματα η διενέργεια πράξεων επί συναλλάγματος με την χρησιμοποίηση χρηματοοικονομικών εργαλείων.

Τα Συμβόλαια Δικαιώματος Προαίρεσης (options)
Με τα εν λόγω παράγωγα παρέχεται στο ένα συμβαλλόμενο μέρος το δικαίωμα να αγοράσει (call option) ή να πωλήσει (put option) ένα συγκεκριμένο υποκείμενο μέσο σε προκαθορισμένη τιμή σε προσδιορισμένη μελλοντική ημερομηνία. Στο δικαίωμα αυτό του ενός συμβαλλομένου μέρους αντιστοιχεί υποχρέωση του άλλου (του αντισυμβαλλομένου του) να καταρτίσει τη συμφωνηθείσα συναλλαγή αν το πρώτο ασκήσει το δικαίωμα του. Τα υποκείμενα μέσα μπορεί να είναι νομίσματα, επιτόκια, χρηματιστηριακοί δείκτες, μετοχές, χρεόγραφα και τίτλοι της χρηματαγοράς. Σε αντίθεση με τα futures ο αγοραστής των options έχει την επιλογή, αλλά όχι την υποχρέωση να προβεί μελλοντικώς στη συγκεκριμένη συναλλαγή. Αγοράζει έναντι συγκεκριμένου τιμήματος το δικαίωμα να προβεί μελλοντικώς σε συγκεκριμένη συναλλαγή. Αντιθέτως, ο αντισυμβαλλόμενος του, ο πωλητής (διαθέτης) του δικαιώματος προαίρεσης έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το συμβόλαιο, αν το έτερο μέρος (ο αγοραστής του δικαιώματος προαίρεσης) ασκήσει το δικαίωμα του. Η αξία ενός δικαιώματος προαίρεσης μπορεί να καθοριστεί βάσει περισσοτέρων τεχνικών που αναπτύσσονται από εξειδικευμένους σχεδιαστές προϊόντων και αναλυτές. Μέσω των εν λόγω μεθόδων μπορεί, επίσης, να καθοριστεί ο τρόπος κατά τον οποίο δύναται να επηρεαστεί η αξία του δικαιώματος προαίρεσης από τυχόν μεταβολή των ειδικότερων συνθηκών που συσχετίζονται με το δικαίωμα αυτό.

Συνεπώς, είναι δυνατόν να κατανοηθούν και να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με την επένδυση σε δικαιώματα προαίρεσης και την κατοχή τέτοιων δικαιωμάτων προαίρεσης με έναν βαθμό ακρίβειας.

Ανάλογα με τον χρόνο εξάσκησης των δικαιωμάτων προαίρεσης, υφίστανται δύο κατηγορίες: Τα Αμερικανικού τύπου όταν το δικαίωμα προαίρεσης μπορεί να εξασκηθεί οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την ημερομηνία λήξης και τα Ευρωπαϊκού τύπου όταν το δικαίωμα προαίρεσης μπορεί να εξασκηθεί μόνο κατά την ημερομηνία λήξης.

Τα δικαιώματα προαίρεσης διακρίνονται σε διάφορες παραλλαγές και ειδικά σε:
·         Vanilla options: Η παραλλαγή αφορά τα συνήθη δικαιώματα προαίρεσης που περιγράφηκαν ανωτέρω
·         Barrier options: Τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται ως ισχύοντα ή μη ισχύοντα ανάλογα με το αν η τιμή του υποκείμενου τίτλου (πχ. μετοχής) περάσει από το χρόνο αγοράς μέχρι τον χρόνο εξάσκησης ένα δεδομένο φράγμα. Διαιρούνται σε τέσσερις υποκατηγορίες:
o   Down and in (alive)
o   Down and out (Killed)
o   Up and in (alive)
o   Up and out (Killed)
·         Asian options: Η αξία αυτών των δικαιωμάτων εξαρτάται από την πορεία της τιμής της μετοχής μέχρι τον χρόνο εξάσκησής τους
·         Look back options: Όπως και τα Asian options
 
Η φορολογική μεταχείριση των δικαιωμάτων προαίρεσης (stock options)
Στα πλαίσια των εταιρικών κεφαλαιουχικών σχημάτων και κυρίως εντός επιχειρησιακών ομίλων, οι εργοδότες χορηγούν στους εργαζόμενους τους «πακέτα» μετοχών με προνομιακούς όρους υπό μορφή οικειοθελούς εργοδοτικής παροχής. Η εν λόγω παροχή, η οποία δίδεται ένεκα της υφιστάμενης μισθωτικής σχέσης, σκοπό έχει αφενός μεν την εξασφάλιση διατήρησης στελεχών με ικανότητες και προσόντα ως εργασιακό αντάλλαγμα, αφετέρου την επίτευξη του στόχου της επαύξησης της απόδοσής τους με παροχή εργασιακού κινήτρου.

Η εν λόγω εργοδοτική παροχή υλοποιείται μέσω προκήρυξης προγράμματος κτήσης των μετοχών κατά τους ειδικότερους σε αυτή προβλεπόμενους όρους. Στα εν λόγω προγράμματα, ο τρόπος κτήσης των παρεχόμενων μετοχών συναρτάται κατά το σύνηθες με την ενάσκηση του δικαιώματος προαίρεσης αγοράς μετοχών (stock purchase option) εκ μέρους του εργαζόμενου και υποψήφιου λήπτη.

Ως «δικαίωμα προαίρεσης αγοράς μετοχών» κεφαλαιουχικής εταιρείας ορίζεται το δικαίωμα ορισμένου προσώπου (εδώ του εργαζομένου) να προκαλέσει με μονομερή δήλωσή του προς το άλλος μέρος (εδώ την εταιρεία) την κατάρτιση σύμβασης πώλησης μετοχών υπό ιδιαίτερους τιθέμενους όρους και συνθήκες (π.χ. ως προς το χρόνο χορήγησης, τις προϋποθέσεις ενάσκησης αυτού, τους όρους μεταβίβασής του, τις διαλυτικές αιρέσεις υπό τις οποίες τελεί η χορήγηση του δικαιώματος κλπ.).

Το ζήτημα της φορολόγησης των μετοχών που χορηγούνται κατά τον ως άνω τρόπο, υπό μορφή δηλαδή ενός σχεδίου δικαιωμάτων προαίρεσης προς τους εργαζομένους, έχει προσδιοριστεί από το Ν. 3697/2008.

Με τον ως άνω νόμο και ειδικότερα με το άρθρο 17 παρ. 1 αυτού αποσαφηνίστηκε κατόπιν της ρητής συμπλήρωσης του άρθρου 45 παρ. 1 ΚΦΕ (Ν. 2238/1994) ότι η ως άνω παροχή, καθώς δίδεται στον μισθωτό από τον εργοδότη επ’ αφορμή της μισθωτικής σχέσης συνιστά προσαύξηση μισθού του εργαζομένου, οπότε και φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.   Ειδικότερα, φορολογητέα κατά το άνω άρθρο αυτό καθίσταται: «…η ωφέλεια που αποκτούν οι δικαιούχοι κατά την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 13 του Κ.Ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α`), σε τιμή κατώτερη από τη χρηματιστηριακή τιμή κλεισίματος των μετοχών της συγκεκριμένης εταιρείας».

Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της φορολογητέας «ωφέλειας» καθίσταται ο χρόνος πραγματικής κτήσης της παροχής (βλ. και άρθρο 46 ΚΦΕ Ν. 2238/1994), ήτοι της μετοχής, ο οποίος καθίσταται αντιστοίχως και ο χρόνος φορολόγησης αυτής. Πριν από το χρόνο αυτό εάν ενόψει της χορήγησης του «δικαιώματος προαίρεσης» ο εργαζόμενος αποκτήσει μόνο προσδοκία λήψης μετοχών που στην πραγματικότητα τελούν υπό προκαθορισμένη αίρεση για την κτήση τους, δεν θα φορολογηθεί γι’ αυτή, πολύ περισσότερο υπό την έννοια της προσαύξησης εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες.

Όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού της ωφέλειας του εργαζομένου που καθορίζει τελικά και τον τρόπο φορολόγησης της εν λόγω παροχής, αυτή ισούται με τη διαφορά της τιμής που κατέβαλε ο εργαζόμενος και της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής κλεισίματος την ημέρα που πραγματικά αποκτά τις εν λόγω μετοχές. Η εν λόγω τιμή συνίσταται στη χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών τη στιγμή της κτήσης τους σύμφωνα με τους επιμέρους όρους του προγράμματος.

Σημειώνεται ότι όλα τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση προγραμμάτων διάθεσης μετοχών αλλοδαπής εταιρείας στο προσωπικό ημεδαπής συνδεδεμένης ανώνυμης εταιρείας κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του Κ.Ν. 2190/1920, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του άρθρου 45 παρ. 1 ΚΦΕ (για εισόδημα που εντάσσεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο Ε’ στις μισθωτές υπηρεσίες), η οποία εισήχθη κατόπιν προσθήκης με το Ν. 3697/2008 (ΦΕΚ Α 194/25.9.2008).

Ύστερα από την κατάργηση του Ν. 2238/1994 με την παρ. 26 του άρθρου 72 του Ν. 4172/2013, από 1/1/2014 και μετά προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013 ότι αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και η αγοραία αξία των παροχών σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος από νομικό πρόσωπο με τη μορφή δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών, η οποία προσδιορίζεται κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης ή μεταβίβασής του και ανεξαρτήτως αν συνεχίζει να ισχύει η εργασιακή σχέση. Η αγοραία αξία άσκησης του δικαιώματος είναι η τιμή κλεισίματος της μετοχής στο χρηματιστήριο μειωμένη κατά την τιμή διάθεσης του δικαιώματος.

Στα πλαίσια των ανωτέρω, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων εξέδωσε το με αριθμό πρωτ. ΔΕΑΦ1055728ΕΞ2015/23.4.2015 έγγραφο δίνοντας διευκρινήσεις σχετικά με το χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών προκειμένου για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ.4 του άρθρου 13 του ν.4172/2013. Από το έγγραφο συνάγεται ότι «κρίσιμος χρόνος άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης είναι εκείνος κατά τον οποίο μεταβιβάζονται οι μετοχές με μεταφορά αυτών στις μερίδες των δικαιούχων στο Σ.Α.Τ., καθόσον κατά το χρόνο αυτό ο δικαιούχος αποκτά τυχόν ωφέλεια, η οποία αποτιμάται στην τιμή κλεισίματος κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο μειωμένη με την τιμή διάθεσης του δικαιώματος (προνομιακή τιμή)»

28/4/2015

Παρόμοια Άρθρα

No Image
No Image
No Image