Το σίγουρο είναι ότι το άμεσο μέλλον θα είναι δύσκολο. Εάν η ετυμηγορία της πλειοψηφίας είναι «Ναι», η κυβέρνηση θα πρέπει να δει πώς θα διαχειριστεί την ήττα της (αφού επέλεξε να στηρίξει δυναμικά το «Οχι») και πώς θα εξασφαλίσει μια κάποια σταθερότητα στην οικονομία σε συνεννόηση με τους εταίρους μας, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Είτε επιλέξει να πάει σε εκλογές είτε να διαπραγματευθεί με τους δανειστές σε νέα βάση, ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να λειτουργήσει με τρόπο που θα ενώσει τους Ελληνες αλλά και θα γεφυρώσει και το ρήγμα μεταξύ της κυβέρνησής του και των εταίρων. Η έως τώρα εμπειρία δεν μας κάνει αισιόδοξους, αλλά ίσως το «Ναι» να του επιτρέψει να βγει από το σημερινό αδιέξοδο με τρόπο που δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Η επικράτηση του «Οχι» θα απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια και πολιτική μαεστρία για να επικρατήσει ηρεμία στην κοινωνία και να επέλθει σταθερότητα στην οικονομία. Τα πάθη που εκδηλώθηκαν τις τελευταίες μέρες, όμως, ίσως δυσχεράνουν το έργο της κυβέρνησης σε αυτό. Οι εταίροι, επίσης, δεν κρύβουν την απροθυμία τους να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις για νέα δανειακή σύμβαση εάν φανεί ότι και οι πολίτες και η κυβέρνηση απορρίπτουν τις προτάσεις τους. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς εννοεί ο κ. Τσίπρας ότι η επικράτηση του «Οχι» θα ενισχύσει τη θέση του στις διαπραγματεύσεις. Το πρόγραμμα έχει λήξει, η Ελλάδα χρεοκόπησε στο ΔΝΤ, οι αγορές δεν τρομοκρατήθηκαν ούτε από τη χρεοκοπία και τη λήξη του προγράμματος, ούτε και από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έκλεισαν και επιβλήθηκαν αυστηροί έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων. Τις δυσκολίες, δηλαδή, τις αντιμετωπίζουν οι Ελληνες. Εάν η ταλαιπωρία μας δεν τρομοκρατεί τους ξένους, πώς περιμένουμε να ενδώσουν στις απαιτήσεις μας; Από ελεημοσύνη;
Τη Δευτέρα, θα πρέπει όλοι να δούμε εάν μπορούμε να συνεχίσουμε με την πόλωση και την επιπολαιότητα των τελευταίων χρόνων. Η ένταση των ημερών, η παράλυση της οικονομίας και οι άμεσοι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουμε ίσως μας αναγκάσουν να δούμε ότι δεν πετυχαίνουμε πολλά όταν συμπεριφερόμαστε σαν μαθητές σε κατάληψη. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη τον Ιανουάριο, πολλοί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό καλωσόρισαν μια πολιτική δύναμη που φαινόταν νέα και άφθαρτη. Η πολιτική λιτότητας είχε αποτύχει και υπήρχε αρκετή καλή θέληση για να φανεί τι θα πετύχαινε η νέα κυβέρνηση. Οι τελευταίοι πέντε μήνες όχι μόνο δεν πέτυχαν νέα συμφωνία με τους δανειστές αλλά επέφεραν ακόμη μεγαλύτερη ζημία στην οικονομία. Και όσο πιο δύσκολα γίνονταν τα πράγματα, τόσο ανέβαζε τους τόνους η κυβέρνηση, με κορυφαίους υπουργούς να συνηθίζουν να περιγράφουν ανθρώπους που διαφωνούσαν μαζί τους ως «υπηρέτες των δανειστών», «τρόικα εσωτερικού» και άλλα. Αποδείχθηκε, δηλαδή, ότι ούτε οι παλιές πολιτικές δυνάμεις ούτε οι νέες έχουν μονοπώλιο στη σωστή διακυβέρνηση της χώρας. Γι’ αυτό, ας αναλογιστούν όλοι, σε όλους τους πολιτικούς χώρους, ότι έχουν ευθύνη να δουλέψουν προς έναν πολιτικό πολιτισμό που ποτέ δεν επέτρεψαν να εξελιχθεί. Πρέπει να μπουν νέοι άνθρωποι με νέες αντιλήψεις στην πολιτική και οι παλιοί να αλλάξουν νοοτροπία. Δεν θα είναι μόνον τραγωδία να χάσουμε την ασφάλεια και την ευημερία που είχαμε τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή αρνιόμαστε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας – θα είναι έγκλημα. Το επικίνδυνο αυτό δημοψήφισμα μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας. Αλλά και να αναλογιστούμε τις ευθύνες μας.