ΔΙΑΒΑΣΑ και σας μεταφέρω άρθρο που κ. Πάνου Τσαγκαράκη:
Πάλι τα ίδια θα πούμε και πάλι κανενός το αυτί δεν θα «ιδρώσει»
Πριν από λίγο καιρό, γράφαμε για τα διάφορα κινήματα πώλησης προϊόντων των παραγωγών και των τοπικών κοινοτήτων προς τους καταναλωτές (βλ. πατάτες, ρύζι, λάδι, κλπ), χαρακτηρίζοντάς τα ως εξαιρετικές πρωτοβουλίες, αλλά προσωρινές. Και όπως αποδεικνύεται -από την εγκατάλειψη του εγχειρήματος, τόσο από τους παραγωγούς, όσο και από τα διάφορα τοπικά κινήματα- είχαμε δίκιο! Διότι μπορεί να ήταν μια φιλότιμη και επιτυχημένη, για όσο διήρκησε, προσπάθεια να πουλήσουν κατευθείαν στους καταναλωτές τα προϊόντα τους, αλλά, όπως είχε επισημανθεί, η προσπάθεια αυτή δεν είχε μέλλον, ούτε βοηθούσε στη μακροπρόθεσμη επιβίωση των παραγωγών. Αφού, όπως ήταν προφανές, οι παραγωγοί απλά κοίταξαν να ξεφορτωθούν (σε λογικές γι αυτούς και για τους καταναλωτές τιμές) τα πλεονάζοντα προϊόντα που είχαν παραμείνει απούλητα στις αποθήκες τους. Και μέσα στην πρεμούρα τους, προφανώς δεν ασχολήθηκαν με στρατηγικές και λύσεις που θα μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν βιωσιμότητα.
Οι πατάτες πήραν την ανηφόρα πάλι και από 0, 25-0,30 λεπτά που πωλούνταν πριν ένα χρόνο, ξαναπήγαν στα 0,60 λεπτά και βάλε. Τα αυγά πήραν αύξηση 10%, το ίδιο και τα κρέατα, τα αλλαντικά κλπ. Τη στιγμή, που για το 70% των Ελλήνων έστω και μια μικρή αύξηση στα είδη διατροφής θα τους δημιουργούσε πρόβλημα. Πάλι τα ίδια θα πούμε και πάλι κανενός το αυτί δεν θα «ιδρώσει». Θα το κάνουμε όμως, μέχρι να το κατορθώσουμε!
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι τι κάνουμε σήμερα μόνο. Χρειάζεται να αρχίσουμε να ψάχνουμε για πιο μακροπρόθεσμες λύσεις. Χρειάζεται να αντιληφθούν όλοι, παραγωγοί αγροτικών προϊόντων και κτηνοτρόφοι, ότι μπορούν να μετατρέψουν οι ίδιοι τους εμπόρους σε «οχήματα» πώλησης των προϊόντων που παράγουν. Ότι δεν χρειάζεται να καταφεύγουν στους μεσάζοντες, προσφέροντάς τους αυτά που κανονικά θα έπρεπε να μπαίνουν στις δικές τους τσέπες.
Οι παραγωγοί όντας μικροί σε οικονομική δύναμη, πολυάριθμοι και ασυντόνιστοι, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσουν τις τιμές των προϊόντων τους. Δεν είναι διαμορφωτές αλλά αποδέκτες τιμών που καθορίζονται από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων που βρίσκεται στα χέρια ενός μικρού αριθμού επιχειρήσεων οι οποίες προσυνεννοούνται και διαμορφώνουν τις τιμές κατά τα συμφέροντά τους. Με το αποτέλεσμα που όλοι γνωρίζουμε: οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές είναι συχνά τέσσερις με έξι φορές μεγαλύτερες από εκείνες που εισπράττουν οι παραγωγοί.
Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που αναδεικνύονται από τις παρούσες συνθήκες, ώστε να διαμορφώσουν ένα πιο σταθερό περιβάλλον διάθεσης και πώλησης των προϊόντων τους, με ταυτότητα και απαιτήσεις. Πώς θα το επιτύχουν αυτό; Συνεργαζόμενοι μεταξύ τους. Οι συνεργασίες, όταν στηρίζονται σε υγιείς βάσεις, αποδίδουν. Ας οργανωθούν σε συνεταιρισμούς (και δεν αναφέρομαι στους υπάρχοντες συνεταιρισμούς σφραγίδες που δεν ασκούν καμιά δραστηριότητα), σε μικρές – ευέλικτες επιχειρήσεις, σε τοπικό επίπεδο και ας δημιουργήσουν χώρους επιλογής και πώλησης προς τους εμπόρους των προϊόντων που παράγουν. Ας αξιοποιήσουν τη νέα τεχνολογία και τα δίκτυα για την οργάνωση δικτύων διανομής προϊόντων από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Και κυρίως, ας φροντίσουν τα προϊόντα τους να έχουν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων, την ονομασία προελεύσεως, τις διαφορετικές ποικιλίες, ποιότητες κλπ – έτσι, θα μπορούν να διαμορφώνουν τις τιμές τους βάσει της προσφοράς και της ζήτησης.
Είναι γνωστό ότι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είμαστε πλεονασματικοί σε μερικά αγροτικά προϊόντα, τα οποία τελικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα διάθεσης και ελλειμματικοί σε άλλα. Παρόλα αυτά, η πολιτεία επί χρόνια συνέχιζε να επιδοτεί τους παραγωγούς με περισσότερα κονδύλια, με αποτέλεσμα να πετάγονται τα πλεονάζοντα προϊόντα στις χωματερές. Έτσι αγοράζουμε σκόρδα Κίνας, κρεμμύδια Ολλανδίας, πατάτες Αιγύπτου, μήλα Λατινικής Αμερικής, εσπεριδοειδή από το Ισραήλ ή κάππαρη από την Τουρκία, κ.ο.κ.! Χρειάζεται λοιπόν να αντικατασταθούν οι μονοκαλλιέργειες από μια πιο ισόρροπη παραγωγή.
Και χρειάζεται να γίνουν εξωστρεφείς. Να διοχετεύουν την παραγωγή τους και σε ξένες αγορές. Ενώ η υποκατάσταση ενός σημαντικού μέρους των σχετικά υψηλών εισαγωγών αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα με εγχώρια ανταγωνιστική παραγωγή που όλοι περιμέναμε, δεν φαίνεται τελικά να επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων τα δύο τελευταία χρόνια, σύμφωνα με σχετικές μελέτες. Εξάλλου, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, μολονότι στην πλειονότητά τους είναι υψηλής ποιότητας, διεισδύουν δύσκολα στις αγορές της Ευρώπης, γεγονός που οφείλεται σαφώς και στην έλλειψη σωστού μάρκετινγκ.
Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, ο ορθολογισμός στην παραγωγή και τη διάθεση αγροτικών προϊόντων είναι πλέον αδήριτη ανάγκη. Το ίδιο και η αξιοποίηση νέων δυνατοτήτων, όπως η βιολογική γεωργία και η συμβολαιακή γεωργία.
Η επωνυμία, η εξωστρέφεια, η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της πληροφορικής και της επικοινωνίας, η στοχοπροσήλωση στην ποιότητα, στη διατήρησή της, αλλά και η διαρκής προσπάθεια αναβάθμισής της, μπορούν να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη βιωσιμότητα για τους παραγωγούς. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι όλα αυτά είναι εύκολα. Χρειάζεται τεχνογνωσία, μακροχρόνιος σχεδιασμός με ξεκάθαρους στόχους καθώς και η συμβολή της πολιτείας.